O Δημήτρης Χριστόφιας είναι ο νικητής των προεδρικών εκλογών στην Κύπρο. Τα τελικά αποτελέσματα έχουν ως ακολούθως: Εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι 516.448. Ψήφισαν: 469.285, έγκυρα ψηφοδέλτια 450.942, ποσοστό 96,09%, άκυρα ψηφοδέλτια 10.572, ποσοστό 2,25%, λευκά 7.771, ποσοστό 1,66%. Έλαβαν: Δημήτρης Χριστόφιας 240.622, ποσοστό 53,48%, Ιωάννης Κασουλίδης 210.320, ποσοστό 46,42%.
Μικρό προβάδισμα στο Δημήτρη Χριστόφια έδιναν όλες οι δημοσκοπήσεις εξόδου των τηλεοπτικών καναλιών, που δημοσιοποιήθηκαν αμέσως μετά το κλείσιμο των καλπών στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στην Κύπρο. Η μεγαλύτερη δημοσκόπηση, εκείνη του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, με δείγμα 9,500 ερωτηματολογίων, έδινε στον κ. Χριστόφια 50,8% και στον Ιωάννη Κασουλίδη 49,2%. Και οι δύο αντίπαλοι, ο Δημήτρης Χριστόφιας και ο Ιωάννης Κασουλίδης, έχουν συμπεριλάβει στις προτεραιότητες τους την ανάληψη πρωτοβουλιών για την επίλυση του Κυπριακού και συνάντηση με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μεχμέτ Αλί Ταλάτ,ο οποίος από την πλευρά του δήλωσε επίσης έτοιμος για συνομιλίες με το νέο πρόεδρο.
Με 53,48% ο Δημήτρης Χριστόφιας είναι ο νέος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο υποψήφιος του ΔΗ.ΣΥ Ιωάννης Κασουλίδης συγκέντρωσε 46,42%. Είναι η πρώτη φορά που το ΑΚΕΛ εκλέγει πρόεδρο στην 82χρονη ιστορία του.
Μιλώντας προς τους συγκεντρωμένους έξω από το εκλογικό του κέντρο ο Δ. Χριστόφιας είπε: "Σήμερα μίλησε ο λαός. Η νίκη αυτή, που ραχοκοκαλιά της είναι το ΑΚΕΛ, δεν την πέτυχε μόνο το ΑΚΕΛ. Την πέτυχαν πολλοί μαζί. Κόμματα, πολίτες. Αύριο αρχίζει μια νέα μέρα. Πολλές οι δυσκολίες που θα βρούμε. Ενώνουμε τιος δυνάμεις μας. Λειτουργούμε συλλογικά με ενότητα. Στόχος η επανένωση της πατρίδας μας".
Ο Δημήτρης Χριστόφιας είναι γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ και πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κύπρου. Γεννήθηκε στο κατεχόμενο σήμερα από τα τουρκικά στρατεύματα Δίκωμο της επαρχίας Κερύνειας στις 29 Αυγούστου 1946 και διαμένει στη Λευκωσία. Είναι έγγαμος με την Έλση Χηράτου. Έχει δύο κόρες και ένα γιο.
Σπούδασε στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών της Μόσχας. Είναι διδάκτωρ ιστορικών επιστημών της Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών της Σοβιετικής Ένωσης.
Εξελέγη βουλευτής Κερύνειας με το ΑΚΕΛ-Αριστερά-Νέες Δυνάμεις στις εκλογές της 19ης Μαΐου 1991 και επανεξελέγη στις εκλογές της 26ης Μαΐου 1996, της 27ης Μαΐου 2001 και της 21ης Μαΐου 2006. Διετέλεσε Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων για την Όγδοη Βουλευτική Περίοδο (2001-2006). Την 1η Ιουνίου 2006 επανεξελέγη Πρόεδρος του σώματος για την Ένατη Βουλευτική Περίοδο.
Είναι πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κυπριακής Ομάδας στη Διακοινοβουλευτική Ένωση και της Εκτελεστικής Επιτροπής του Κυπριακού Κλάδου του Κοινοπολιτειακού Κοινοβουλευτικού Συνδέσμου.
Πολιτικές - Κοινωνικές Δραστηριότητες
Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων έγινε μέλος της Παγκύπριας Ενιαίας Οργάνωσης Μαθητών (ΠΕΟΜ). Το 1964 έγινε μέλος του ΑΚΕΛ, της Παγκύπριας Εργατικής Ομοσπονδίας (ΠΕΟ) και της Ενιαίας Δημοκρατικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΔΟΝ). Το 1969, στο 5ο συνέδριο της ΕΔΟΝ, εξελέγη μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της οργάνωσης.
Το 1974, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στη Μόσχα, επέστρεψε στην Κύπρο και προσελήφθη στην ΕΔΟΝ, της οποίας εξελέγη κεντρικός οργανωτικός γραμματέας. Το 1977 εξελέγη γενικός γραμματέας της οργάνωσης, θέση την οποία κατείχε μέχρι και το 1987.
Το 1976 εξελέγη μέλος της Επαρχιακής Επιτροπής ΑΚΕΛ Λευκωσίας-Κερύνειας. Το 1982 εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, το 1986 μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής και το 1987 μέλος της Γραμματείας της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος. Μετά το θάνατο του γενικού γραμματέα του ΑΚΕΛ Εζεκία Παπαϊωάννου, στις 10 Απριλίου 1988, το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος τον όρισε προσωρινό γενικό γραμματέα. Στις 22 Απριλίου 1988 η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής τον εξέλεξε γενικό γραμματέα της, αξίωμα στο οποίο επανεξελέγη άλλες τέσσερις φορές, το 1990, το 1995, το 2000 και το 2005.
Σχόλιο «Πιπεριάς»: Είναι σύμπτωση; Ισως! Πάντως ο Δημήτρης Χριστόφιας ανέλαβε γ.γ. του ΑΚΕΛ το 1988. Είκοσι χρόνια μετά αναλαμβάνει τις τύχες του Κυπριακού Ελληνισμού! Οι καιροί είναι δύσκολοι για την μαρτυρική μεγαλόνησο και τον Δημήτρη Χριστόφια περιμένει ανηφόρα! Να του ευχηθούμε υγεία, κουράγιο, δύναμη και κυρίως να στηριχθεί στον "αδούλωτο κυπριακό λαό", όπως είπε και ο ίδιος!
ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΚΥΡΗΞΗ:
ΚΥΠΡΙΑΚΟ - ΔΙΚΑΙΗ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΛΥΣΗ
Η ουσία του προβλήματος
Το Κυπριακό είναι πρόβλημα κατάφωρης παραβίασης βασικών αρχών του διεθνούς δικαίου και του Χάρτη του Ο.Η.Ε. Είναι θέμα παραβίασης της κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής, καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών ελευθεριών τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων. Είναι θέμα εθνικού ξεκαθαρίσματος και περίπτωση παράνομου εποικισμού. Ταυτόχρονα, το Κυπριακό είναι και πρόβλημα εξομάλυνσης των σχέσεων ανάμεσα στις δύο κοινότητες.
Ευθύνες
Από το 1974 και μετά όλες οι προσπάθειες για λύση του Κυπριακού προσέκρουαν στην αδιαλλαξία της Τουρκίας, στην ανοιχτή ή συγκαλυμμένη εμμονή της για λύση δύο χωριστών κρατών και στην από μέρους της διεκδίκηση δικαιωμάτων επικυριαρχίας πάνω στην Κύπρο.
Οι τουρκικές θέσεις διαχρονικά αντιμετωπίζονταν με ανοχή από νατοϊκούς συμμάχους της Άγκυρας, που φέρουν τις δικές τους σοβαρές ευθύνες για τη δημιουργία και τη διαιώνιση του προβλήματος, καθώς και για τη σταδιακή εκτροπή από το πνεύμα και το γράμμα των περί Κύπρου ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Απότοκο αυτής της εκτροπής ήταν και το σχέδιο Ανάν.
Ουσιαστικό μερίδιο ευθύνης για τη δημιουργηθείσα εκτροπή φέρει και η δεκαετής διακυβέρνηση του Δημοκρατικού Συναγερμού, με τα λάθη, τις παραλείψεις, τις αντιφάσεις και τις δεσμεύσεις που ανέλαβε και οι οποίες ενσωματώθηκαν στο σχέδιο Ανάν. Προβλήματα, στη σημερινή φάση, προκαλούν και όσοι, εντός Κύπρου, υιοθετώντας μια υπερπατριωτική μαξιμαλιστική ρητορική, προωθούν ουσιαστικά την παραμονή της κατάστασης ως έχει ή, όπως ομολογείται πλέον σποραδικά αλλά σημαδιακά, τη διχοτομική λύση δύο κρατών.
Η παρούσα φάση
Η σημερινή κατάσταση γύρω από το Κυπριακό χαρακτηρίζεται από στασιμότητα. Η ευθύνη για το συνεχιζόμενο αδιέξοδο βαρύνει την Άγκυρα και την τουρκοκυπριακή ηγεσία που αρνούνται να εφαρμόσουν τη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου. Η εφαρμογή της συμφωνίας θα μπορούσε να προετοιμάσει το έδαφος για ουσιαστικές συνομιλίες με στόχο τη συνολική διευθέτηση. Η τουρκική πλευρά θέτει ως προτεραιότητά της τη διεθνή αναβάθμιση του ψευδοκράτους και στέλλει ξεκάθαρα το μήνυμα ότι στοχεύει σε λύση δύο χωριστών κρατών που θα συνομολογήσουν μεταξύ τους συνομοσπονδία.
Έστω και αν η ευθύνη για τη στασιμότητα βαραίνει την τουρκική πλευρά, η διαιώνιση του προβλήματος και η εδραίωση των τετελεσμένων της εισβολής και της κατοχής εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας και του λαού μας ως συνόλου, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Μετά τα δημοψηφίσματα του 2004 είχε δημιουργηθεί ένα δυσμενές κλίμα, για την αναστροφή του οποίου δόθηκαν δύσκολες μάχες. Σ’ αυτές τις μάχες είχαμε ενεργό και αποφασιστική συμμετοχή. Αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής ήταν μια σχετική βελτίωση. Σ’ αυτή συνέβαλε και η κωδικοποίηση των θέσεων της ελληνοκυπριακής πλευράς στο Εθνικό Συμβούλιο, που επιτεύχθηκε με μακρά και επίπονη προσπάθεια. Ωστόσο, η θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς παραμένει δύσκολη. Εξακολουθούν να μας καταλογίζουν ευθύνες. Συναντούμε ακόμα και σήμερα καχυποψία και αρνητική διάθεση από εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στον ευρύτερο διεθνή χώρο. Είμαστε σε συνεχή άμυνα και αναγκασμένοι να επιχειρηματολογούμε ακατάπαυστα για να πείσουμε ότι ειλικρινά επιδιώκουμε λύση του Κυπριακού.
Η ανοιχτή ή συγκαλυμμένη αμφισβήτηση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδιακής λύσης από ορισμένους στο εσωτερικό επιδεινώνει την κατάσταση και παρέχει επιπρόσθετα ερείσματα σε όσους στο εξωτερικό προωθούν την αναβάθμιση του ψευδοκράτους και την αποδοχή των δομών του με πρόσχημα την άρση της λεγόμενης απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων.
Η λύση που επιδιώκουμε
Θα εξακολουθήσουμε να αγωνιζόμαστε με αποφασιστικότητα και επιμονή για εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης του Κυπριακού στη βάση των ψηφισμάτων του Ο.Η.Ε. και των Συμφωνιών Υψηλού Επιπέδου του 1977 και του 1979 που προνοούν για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία.
-
Η λύση πρέπει να συνάδει με το διεθνές και το κοινοτικό δίκαιο, καθώς και με τις διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
-
Η ομοσπονδιακή, διζωνική, δικοινοτική Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να έχει μία και μόνη κυριαρχία, διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια.
-
Η λύση πρέπει να προνοεί την αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων και των εποίκων και την αποστρατιωτικοποίηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τελικός στόχος παραμένει η αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου με την απομάκρυνση και των βρετανικών βάσεων.
-
H αποκατάσταση της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας, εδαφικής ακεραιότητας και ενότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο αποκλεισμός των όποιων δικαιωμάτων μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης συνιστούν προϋποθέσεις για την επίτευξη λύσης.
-
Η αποκατάσταση των βασικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των Κυπρίων, περιλαμβανομένου του δικαιώματος των προσφύγων για επιστροφή στα σπίτια και τις περιουσίες τους, είναι επίσης απαραίτητη προϋπόθεση για τη λύση. Η παράνομη δόμηση σε ελληνοκυπριακές περιουσίες υπονομεύει την εφαρμογή της πιο πάνω αρχής και δημιουργεί νέα τετελεσμένα, που αποσκοπούν στην απόκτηση πολιτικών πλεονεκτημάτων στα πλαίσια της συζήτησης για συνολική διευθέτηση.
Υποστηρίζουμε με συνέπεια την πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων, όπως αυτή καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Τι πρέπει να γίνει
Με επίκεντρο των προσπαθειών μας την υλοποίηση της Συμφωνίας της 8ης Ιουλίου, είναι επιτακτική η ανάγκη να αναλάβει η ελληνοκυπριακή πλευρά την πρωτοβουλία των κινήσεων. Επιβάλλεται να ακολουθηθεί μια ευφάνταστη και ευέλικτη πολιτική που, ενώ δε θα διαπραγματεύεται τις αρχές λύσης του Κυπριακού και τα δίκαια της Κύπρου, θα εκπέμπει ταυτόχρονα πειστικά μηνύματα πολιτικής βούλησης για λύση. Μια ευέλικτη και ειλικρινής πολιτική θα επιτρέψει είτε να ξεπεραστούν τα σημερινά αδιέξοδα είτε, αν η Τουρκία δεν αλλάξει στάση, να επανέλθουν στο προσκήνιο οι ευθύνες της για την αδιάλλακτη πολιτική που ακολουθεί. Μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργήσει συνακόλουθα συνθήκες άσκησης πίεσης στην τουρκική πλευρά, ώστε να συνεργαστεί για λύση.
Στόχος μας λοιπόν θα είναι η διεκδίκηση συμφωνίας που να διασφαλίζει μια βιώσιμη και λειτουργική λύση.
Ανάληψη άμεσων ενεργειών
Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια θα επιδιωχθεί μια σειρά άμεσων ενεργειών που, μεταξύ άλλων, θα περιλαμβάνει συναντήσεις με το Γενικό Γραμματέα του Ο.Η.Ε. και με όλα τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, με την προεδρία και τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με τον ίδιο τον κ. Ταλάτ. Η ευρέως αναγνωρισμένη, τόσο διεθνώς όσο και ανάμεσα στους Τουρκοκυπρίους, διαχρονική προσήλωσή μας στην υπόθεση επίλυσης του Κυπριακού συνιστά το καλύτερο εχέγγυο ότι με την ανάληψη τέτοιων πρωτοβουλιών μπορούμε βάσιμα να προσδοκούμε σε δημιουργία συνθηκών για ξεπέρασμα του σημερινού αδιεξόδου.
Κυπριακό και Ευρωπαϊκή Ένωση
Το Κυπριακό ως διεθνές πρόβλημα πρέπει να παραμείνει στα πλαίσια του Ο.Η.Ε. Ταυτόχρονα, θα εργαστούμε μεθοδικά, ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να διαδραματίσει έναν πιο ενεργό ρόλο στις προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος, δεδομένου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ήδη μέλος με το σύνολο των εδαφών της, ενώ η Τουρκία βρίσκεται στο στάδιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Θα αξιοποιήσουμε στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα δύο αυτά στοιχεία προς την κατεύθυνση σωστής λύσης του Κυπριακού και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη λειτουργικότητα και την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών.
Την ίδια στιγμή θεωρούμε ζημιογόνο και καταστροφική την όποια προσέγγιση που, στο όνομα μιας αόριστης “ευρωπαϊκής λύσης”, επιδιώκει την ανατροπή της δέσμευσης της ελληνοκυπριακής κοινότητας για λύση ομοσπονδίας, όπως αυτή προβλέπεται από τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου. Το ίδιο ζημιογόνος είναι και η άλλη ακραία τάση που μηδενίζει τις δυνατότητες που μας προσφέρει ο ευρωπαϊκός παράγοντας και, κινδυνολογώντας με πρόσχημα τους υπαρκτούς κινδύνους από την παράταση της εκκρεμότητας στο Κυπριακό, ουσιαστικά προκρίνει την επαναφορά του σχεδίου Ανάν στη μορφή που είχε κατά το δημοψήφισμα, ανεξάρτητα από την ετυμηγορία του λαού.
Η Τουρκία, με το Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο και το Διαπραγματευτικό Πλαίσιο, ανέλαβε ορισμένες υποχρεώσεις έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης γενικότερα και της Κύπρου ειδικότερα. Η προσπάθεια της Άγκυρας να απεκδυθεί τις συμβατικές υποχρεώσεις της έναντι της Κύπρου και να προωθήσει τη διεθνή αναβάθμιση του κατοχικού μορφώματος είναι απαράδεκτη και καταδικαστέα. Θα αγωνιστούμε, ώστε αυτή η πολιτική της Τουρκίας να μη γίνει αποδεκτή από τη διεθνή κοινότητα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οφείλουμε να πείσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι η υλοποίηση των νομικών υποχρεώσεων της Άγκυρας έναντι της Κύπρου, εκτός από το γεγονός ότι αποτελεί σεβασμό στις ίδιες τις αποφάσεις της Ένωσης, συμβάλλει και στην αξιοποίηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας προς την κατεύθυνση της συνολικής διευθέτησης του Κυπριακού.
Κυπριακό και εσωτερικό μέτωπο
Κυπριακό και εσωτερικό μέτωπο
Η ενότητα στο εσωτερικό μέτωπο είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επιτυχή ευόδωση του αντικατοχικού αγώνα. Το Εθνικό Συμβούλιο είναι ο πιο κατάλληλος χώρος για εμπέδωση της ενότητας όσον αφορά το Κυπριακό και τους χειρισμούς του. Θα εργαστούμε άοκνα, με συναινετικό και δημιουργικό πνεύμα για την επίτευξη και εδραίωση της μεγαλύτερης δυνατής συναίνεσης στις αποφάσεις και τους χειρισμούς του Κυπριακού. Στόχος μας είναι η συμμετοχή στο Εθνικό Συμβούλιο όλων των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή.
ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΙΟΜΑΣΤΕ............
Βασίλης Μιχαηλίδης
Η Ανεράδα
Στην χώραν π' αναγιώθηκα
τζιαί 'κόμα αναγιώννουμουν
τζι' άρτζιεψα νάκκον να λαχτώ
τότες εξηφοήθηκα
τα ζώθκια τζ' εν εχώννουμουν
τζ' εξέβηκα να δκιανεφτώ.
Σε μιάν ποταμοδκιάβασην
μιάν λυερήν εσσιάστηκα
νείεν καεί η σταλαμή!
Ούλα τ' αρνίν εις τον τσοκκόν
ο άχαρος επιάστηκα
αντάν πιαστεί μες στην νομήν.
Αντάν με είδεν έφεξεν
τζι ο νους μου εφεντζιάστηκεν
τζ' εφάνην κόσμος φωτερός.
Αντάν μου χαμογέλασεν
παράδεισος επλάστηκεν
ομπρός μου τζ' έμεινα ξερός.
Ευτύς το πας μου έχασα
τον κόσμον ελησμόνησα
τζ' έμεινα χάσκοντα βριχτός.
Είπεν μου: "έλα κλούθα μου"
Τζιαί που καρκιάς επόνησα
τζ' εκλούθησά της ο χαντός.
Λαόνια, κάμπους τζιαί βουνά
αντάμα εδκιαβήκαμεν
γεμάτ' αθθούς τζ' αγκαθερρά
η στράτα δεν ετέλειωννεν
τζιαί δεν εποσταθήκαμεν
ήτουν για λλόου μας χαρά.
Ετρεμεν μεν τζιαί χάσει με
τζ' έτρεμα μεν τζιαί χάσω την
τζιαί μεν της πω τζιαί μεν μου πει
εδίψουν την εκαύκουμουν
τζ' έτρεμα μεν τζιαί πκιάσω την
τζιαί γίνουμεν τζ΄οι δκυό 'στραπή.
Υστερα σγοιάν παράδεισον
εναν βουνόν εφτάσαμεν
ισια με τα 'ψη τ' ουρανού.
Τζει πάνω τζει εκλάψαμεν
αντάμα τζ' εγελάσαμεν
μέσα στους μούσκους του βουνού.
Λαλεί μ' αν είσαι πέρκαλλος
τώρα πιόν μείνε δίχως μου
αν σου αρέσκ' έτσι ζωή
τζιαί ξαπολά 'ναν χάχχανον
ίσια 'νωσα το στήθος μου
πως αλλονάκκον να ραεί.
Είπεν τζ' εγίνην άφαντη
εφτύς π' ομπρός μο' χάθηκεν
σγοιάν άνεμος περαστικός.
Εράην η καρτούλλα μου
ευτύς ο νους μο' στάθηκεν
τζ' είμαι που τότες ξηστηκός.
Οι πλήξες που με τρώασιν
ακόμα 'ν' αφανέρωτες
τζ' εις τα πουλιά που τζηλαδούν
εσιει που τότες όπου δω
τες ανεράδες τρέμω τες
τζιαί πογυρίζω μεν με δουν.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ
Έχω γράψει και ποιήματα για την Κύπρο και μερικά είναι μελοποιημένα. Είναι πάντα
χαρά και συγκίνησή μου να μιλάω για την Κύπρο.
Γράφει η ΜΑΡΙΑ ΜΟΥΖΑΚΗ
OΙ αυθύπαρκτοι δεσμοί Ελλάδας και Κύπρου, πέρα από τις πολιτιστικές και πολιτικές τους πτυχές, έχουν και μια ακόμη έκφανση, λιγότερο γνωστή, την παντοιοτρόπως συμμετοχή του κυπριακού ελληνισμού στους μεγάλους αγώνες του Έθνους. Δεν ήταν μόνο η φιλοπατρία και ο ηρωισμός της ελληνικής ψυχής η κινητήριος δύναμη που έστειλε χιλιάδες Κύπριους στα πολεμικά μέτωπα της μητρόπολης επί έναν και πλέον αιώνα. Ήταν και το γεγονός ότι μόνο εκεί, στη φλόγα του πολέμου, μπορούσαν να βιώσουν περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, τον επίμονο πόθο τους: να συμπορευθούν σε μια κοινή μοίρα με τους υπόλοιπους Έλληνες, να πάψουν να είναι οι αποκομμένοι αδελφοί. Με δυο λόγια, να ενωθούν με τον εθνικό κορμό.
Επανάσταση του 1821
Από την προπαρασκευή ήδη της Επανάστασης του 1821, η φλόγα της ελευθερίας άναψε ταυτόχρονα στις καρδιές Κυπρίων και Ελλαδιτών. Το 1818 ο Ηπειρώτης Δημήτριος Ύπατρος έφτασε στην Κύπρο και μύησε στη Φιλική Εταιρεία τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι κληρικοί και πρόκριτοι του νησιού. Ο Κυπριανός υποσχέθηκε οικονομική ενίσχυση στον αγώνα, όχι όμως και επανάσταση. Το τόλμημα θα ήταν καταστρεπτικό λόγω της απόστασης από τη μητροπολιτική Ελλάδα και της γειτνίασης με τα μικρασιατικά παράλια. Ακόμη κι έτσι, η συμβολή της Κύπρου θεωρήθηκε τόσο ζωτικής σημασίας, ώστε λίγους μήνες πριν από την έκρηξη της Επανάστασης, ο ίδιος ο Αλέξανδρος Υψηλάντης απέστειλε στον Κυπριανό γράμμα, ζητώντας του να επισπεύσει τη βοήθεια: «... Ο φιλογενέστατος κύριος Δημήτριος Ύπατρος με εβεβαίωσε περί της γενναίας συνεισφοράς, την οποίαν η υμετέρα Μακαριότης υπεσχέθη προς αυτόν διά το σχολείον (συνθηματικό της Επανάστασης) της Πελοποννήσου. Όθεν ως γενικός έφορος του Σχολείου τούτου, κρίνω χρέος μου απαραίτητον να ευχαριστήσω την υμετέραν Μακαριότητα και να την ειδοποιήσω ότι η έναρξις του Σχολείου εγγίζει... Ας ταχύνει, λοιπόν, η υμετέρα Μακαριότης να εμβάση τόσον της υμετέρας Μακαριότητος τας συνεισφοράς, όσον και των λοιπών αυτού ομογενών, είτε χρηματικάς είναι, είτε ζωοτροφίας».
Αλλά η υπόγεια αυτή κινητικότητα δεν άργησε να γίνει αντιληπτή από τις τουρκικές αρχές, που έλαβαν δραστικά μέτρα. Ο διοικητής της Κύπρου Κιουτσούκ Μεχμέτ διέταξε αφοπλισμό όλων των Ελληνοκυπρίων και εισηγήθηκε στον σουλτάνο τη θανατική καταδίκη 486 κληρικών και λαϊκών, οι οποίοι απειλούσαν ―πράγματι ή κατά τα λεγόμενά του― την τουρκική κυριαρχία στη νήσο. Η Υψηλή Πύλη ενέκρινε την πρόταση και η διάπραξη του εγκλήματος ξεκίνησε στις 9 Ιουλίου του 1821. Πρώτος εκτελέστηκε ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, ο οποίος απαγχονίστηκε από μια συκαμινιά στην πλατεία Διοικητηρίου της Λευκωσίας. Οι υπόλοιποι εκτελέστηκαν με καρατόμηση (θάνατος που εθεωρείτο ατιμωτικός). Λέγεται ότι ο Τούρκος δήμιος είχε προηγουμένως ζητήσει χρήματα από τον Κυπριανό, προκειμένου να «παράσχει» στα θύματά του γρήγορο και ακαριαίο θάνατο. Σε λίγες μέρες, όλοι οι καταδικασθέντες, πλην κάποιων αρνησίθρησκων, είχαν θανατωθεί. Κατόρθωσε έτσι η τουρκική διοίκηση όχι μόνο να ανακόψει τη συνεργασία της Κύπρου με τους επαναστάτες, αλλά και να αποκεφαλίσει τους Ελληνοκύπριους από την πνευματική τους ηγεσία και να καρπωθεί τις περιουσίες των εκτελεσθέντων.
Τα γεγονότα αυτά σκόρπισαν λύπη ακόμη και στους Τουρκοκύπριους και τρομοκράτησαν τόσο τον ελληνικό πληθυσμό, ώστε πολλοί κατέφυγαν στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Αλλά η φρίκη αυτή ενέπνευσε κι ένα από τα ωραιότερα πατριωτικά ποιήματα της νεοελληνικής ποίσης, την «9η Ιουλίου» του Βασίλη Μιχαηλίδη, εθνικού ποιητή της Κύπρου. Το ποίημα, γραμμένο το 1895, περιγράφει την προετοιμασία του εγκλήματος, τις συλλήψεις, τον πειρασμό της ατιμωτικής σωτηρίας, τις εκτελέσεις. Προβάλλεται έτσι η συμμετοχή των Κυπρίων στον Αγώνα του '21 και το τίμημα που πλήρωσαν κι αυτοί στον βωμό της ελευθερίας του Έθνους. Αλλά ο ποιητής μετουσιώνοντας το τοπικό σε πανελλήνιο έδωσε τελικά μια επική σε μέγεθος και ύφος σύνθεση, έναν ολόθερμο ύμνο του απανταχού και παντοτινού ελληνισμού, όπως φαίνεται και στο ακόλουθο απόσπασμα:
Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζαιρη (=συνομήλικη) του κόσμου / Κανένας δεν ευρέθηκεν για να την ιξηλείψει. / Κανένας γιατί σσιέπει (=σκέπει) την που τα 'ψη ο Θεός μου. / Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψει! Πάντως, παρά τα αδίστακτα σχέδια της τουρκικής διοίκησης, η προσφορά των Κυπρίων στην Επανάσταση πραγματοποιήθηκε, και όχι πια με υλικές εισφορές, αλλά με έμψυχο υλικό. Οι Κύπριοι, που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα, πύκνωσαν τις στρατιές των αγωνιστών, μαζί με άλλους συντοπίτες τους που κατέφτασαν ειδικά για να πολεμήσουν στον Αγώνα. Σε χίλιους υπολογίζονται οι Κύπριοι που πήραν μέρος στην Επανάσταση, αριθμός μεγάλος, αν λάβουμε υπ' όψιν ότι ο συνολικός πληθυσμός της Κύπρου ήταν τότε 80.000. Πολλοί από τους Κύπριους αυτούς ανδραγάθησαν σε σημαντικές μάχες στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο, όπως στη μάχη των Αθηνών, όπου έχασαν τη ζωή τους 150 Κύπριοι, ή στη δεύτερη μάχη του Μεσολογγίου, όπου υπήρχε ειδικό σώμα Κυπρίων υπό τον Χατζηπέτρο. Στους Κύπριους που διακρίθηκαν συγκαταλέγονται ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Θησεύς, αρχηγός ξένων εθελοντών, και ο αδελφός του Νικόλαος, αρχιστράτηγος. Ο Νικόλαος μνημονεύεται και σε επιστολές πρωταγωνιστών της Επανάστασης. Σε μία από αυτές, γραμμένη από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο Νικόλαος χαρακτηρίζεται «ένας των προθύμων και ειλικρινών συναγωνιστών κατά τον υπέρ Ανεξαρτησίας αγώνα». Ο Γέρος του Μοριά αναφέρει, επίσης, τη συμμετοχή του στις μάχες της Δράμας το 1822, την αποστασιοποίησή του από διχόνοιες και την αυτοχρηματοδότησή του για τις δαπάνες της δράσης του και τη συντήρηση μιας μικρής στρατιωτικής δύναμης που είχε συστήσει.
Συγχρόνως, η Κύπρος αγωνιζόταν και για τη δική της χειραφέτηση και ενσωμάτωση στην ελληνική επικράτεια με όσα διπλωματικά και στρατιωτικά μέσα είχε στη διάθεσή της. Από τον Απρίλιο του 1821 ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Θησεύς είχε επιχειρήσει να διοχετεύσει διάφορες επιστολές και προκηρύξεις, για να παρακινήσει τους κατοίκους του νησιού σε Επανάσταση. Η προσπάθεια, ωστόσο, δεν πέτυχε, καθώς μέρος του υλικού έπεσε στα χέρια των Τούρκων. (Ο ίδιος ξέφυγε και μετέβη στην Ελλάδα, όπου, όπως προαναφέραμε, προσέφερε τις υπηρεσίες του στην Επανάσταση). Αργότερα, το 1824, Κύπριοι της Ευρώπης έπεισαν τον Μαυροβούνιο στρατηγό Ντε Βιντς, παλαίμαχο των Ναπολεοντείων Πολέμων, να ηγηθεί εκστρατείας στην Κύπρο. Αλλά ούτε κι αυτό το σχέδιο πραγματοποιήθηκε, έβλαψε μάλιστα την υπόθεση των εθνικών δανείων που ήταν υπό διαπραγμάτευση εκείνη την περίοδο. Η εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας αναπτέρωσε το ηθικό των υπόδουλων Κυπρίων. Ο Καποδίστριας συμπεριέλαβε την Κύπρο στις εθνικές διεκδικήσεις, όπως φαίνεται στην απάντηση που έδωσε στον εκπρόσωπο του Αγγλικού Υπουργείου Εξωτερικών τον Οκτώβριο του 1827 σε ερώτηση σχετική με τα σύνορα που αξίωνε η ελληνική πλευρά: «Τα όρια ταύτα από του 1821 καθορίζονται υπό του αίματος του εκχυθέντος εις τα σφαγεία των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών και του Μεσολογγίου και εις τους πολλούς κατά την και κατά θάλασσαν αγώνας, διά των οποίων εδοξάσθη το ανδρείον τούτο έθνος». Η Κύπρος, βέβαια, δεν περιελήφθη ποτέ στο ελληνικό κράτος. Το όνειρο αυτό εγκλωβίστηκε σε πρακτικά προβλήματα, αλλά κυρίως σε συμφέροντα και διπλωματικούς δαιδάλους. Ωστόσο, οι Κύπριοι αδελφοί μας δεν έπαψαν να συντρέχουν τους απολυτρωτικούς αγώνες του ελληνισμού. Οι πληροφορίες είναι κάποτε σκόρπιες, αλλά ενδεικτικές της εθνικής ζέσης και της συμβολής τους στους εθνικούς αγώνες. Κατά τις μάχες της Θεσσαλίας, το 1880, στη σημαία των 150 Κύπριων πολεμιστών ήταν κεντημένη η επιγραφή «Η Κύπρος τη μητρί Ελλάδι». Στη Θεσσαλία πάλι, στον άτυχο πόλεμο του 1897, η 3η ταξιαρχία του Κωνσταντίνου Σμολένσκη, στην οποία συμμετείχαν και Κύπριοι, χάρισε στους Έλληνες μία από τις λιγοστές τους νίκες. Στον ίδιο αυτό πόλεμο κατατάχθηκαν εθελοντικά τουλάχιστον 1.000 Κύπριοι, αριθμός μεγάλος σε σχέση με τη μικρή διάρκεια του πολέμου. Η Κύπρος, επίσης, περιέθαλψε πρόσφυγες από την Κρήτη που έφτασαν το 1896, ύστερα από τις τρομερές σφαγές των Τούρκων εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού της.
Βαλκανικοί Πόλεμοι
Αργότερα, τις ένδοξες σελίδες των Βαλκανικών Πολέμων τις έγραψαν από κοινού Ελλαδίτες και Κύπριοι. Σχεδόν 2.000 Κύπριοι ―κατ' άλλους υπολογισμούς 4.000― πολέμησαν στα διάφορα μέτωπα της Μακεδονίας και της Ηπείρου το 1912/13. Ακόμη και ανήλικοι ήρθαν από την Κύπρο (είναι γνωστές δύο περιπτώσεις παιδιών 15 και 16 ετών)! Ανάμεσα στους Κύπριους αγωνιστές περιλαμβάνονται και πολλά σημαίνοντα πρόσωπα της κυπριακής κοινωνίας, όπως ο δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος, ο μητροπολίτης Κιτίου Μελέτιος Μεταξάκης, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Μυριανθεύς (ο οποίος τιμήθηκε με ανώτερα παράσημα για τη συμμετοχή του αυτή), ο δημοσιογράφος και βουλευτής της Λάρνακας Ευάγγελος Χατζηιωάννου. Την αυθόρμητη και απλόχερη προσφορά των Κυπρίων εθελοντών δείχνει και το εξής περιστατικό: Όταν, χρόνια μετά, το 1962, το ελληνικό κράτος θέλησε να δώσει τιμητική σύνταξη σε 700 παλαίμαχους των Βαλκανικών, εκείνοι έδωσαν στον Έλληνα πρέσβη την εξής απάντηση: «Εμείς καταταγήκαμε ως εθελοντές πολεμιστές για να υπερασπιστούμε τα δίκαια της Μεγάλης Μάνας Ελλάδας. Δε θέλουμε καμιά ανταμοιβή». Η Μεγαλόνησος προσέφερε επίσης 16.000 λίρες, ποσό μεγάλο για την εποχή, που συγκεντρώθηκε με εράνους, καθώς και ιατρικό προσωπικό για τους τραυματίες πολέμου.
Ο Κύπριος ιστορικός Πέτρος Παπαπολυβίου συνέλεξε από τον κυπριακό Τύπο της εποχής και από άλλες πηγές γράμματα που έστελναν στο νησί τους Κύπριοι πολεμιστές των Βαλκανικών, τα οποία αποδίδουν γλαφυρά τον πατριωτικό ενθουσιασμό των αποστολέων τους και τις συνθήκες στο πολεμικό μέτωπο. Από τους πιο τακτικούς επιστολογράφους είναι ο Χριστόδουλος Σώζος. Αναχώρησε από την Κύπρο τον Οκτώβριο του 1912, χωρίς να έχει ενημερώσει την οικογένειά του για τον σκοπό του ταξιδιού του, από φόβο μήπως τον εμποδίσουν. Συνταξιδιώτες του ήταν οι προαναφερθέντες μητροπολίτης Μεταξάκης και Ευ. Χατζηιωάννου. Την επομένη της άφιξής τους στην Αθήνα, οι τρεις άνδρες επισκέφθηκαν τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, ο οποίος δέχτηκε κατασυγκινημένος το αίτημά τους να σταλούν αμέσως στο πολεμικό μέτωπο.
Έχοντας ήδη φύγει από το σπίτι του με σκοπό το μακρινό και τολμηρό ταξίδι, ο Σώζος έγραψε στη γυναίκα του εξηγώντας της την απόφασή του: ... Όταν θα λάβης την παρούσαν μου, θα είμαι μακράν σου και μακράν του υιού μου διά την υπηρεσίαν της πατρίδος. Ημείς έχομεν καθήκοντα τα οποία ουδεμία δύναμις, ουδέν φίλτρον πρέπει να εμποδίση από του να ενασκώνται. Αν είμεθα ηγέται των υποδούλων λαών, οφείλομεν διά του παραδείγματός μας και της θυσίας μας να τους παιδαγωγώμεν, όπως και εκείνοι γίνωσιν άνθρωποι συναισθανώμενοι τα καθήκοντά των. Μη κλαίε και μη στενοχωρού, διότι εκείνος που πηγαίνει εις την υπηρεσίαν της πατρίδος του δεν πρέπει να πηγαίνη με τέτοιας σκέψεις, ότι αφήνει πίσω του την δυστυχίαν.
Η σύζυγος ενός Σώζου δεν πρέπει να συμπεριφερθή εις τοιαύτην περίπτωσιν ως η σύζυγος ενός κοινού ανθρώπου. Έπειτα οφείλεις να έχης αυτό υπ' όψιν σου, ότι αν έμενα στην Λεμεσόν ατιμασμένος στην συνείδησίν μου, δεν θα έζων ούτε εγώ αλλ' ούτε συ ευτυχής, θα ησθανόμην πάντοτε ότι συ ήσο το εμπόδιον και θα σας εμίσουν. Ενώ τώρα φεύγω με λύπην που σας αφήνω, αλλά και με την ελπίδα, ότι θα επανέλθω να σας εύρω.
Το ποτήριον που σας ποτίζω είναι λίγο πικρόν, αλλά φαντάσου πόσον γλυκύ θα είναι εκείνο που θα πιούμεν όταν θα επανέλθω.
Πρόσεχε, Έρμα μου, να μη μου κάμης σκάνδαλα, διότι η απόφασίς μου είναι ακλόνητος, θα σε βαρύνουν δε περισσότερον, αν φανής δειλή.
Φύλαττε το παιδί μας και όλην την αγάπην σου έχε την δι' αυτό? τώρα θα το αγαπάς και θα φροντίζης δι' αυτόν ωσεί ήμουν και εγώ εκεί.
Όποιος πηγαίνει στον πόλεμον δεν αποθνήσκει.
Χαίρε λοιπόν, Έρμα μου, σε φιλώ γλυκά στα χείλη και φίλει μου πολύ, μα πολύ τον υιόν μου. Να μη σου περνούν μαύρες ιδέες, απεναντίας να δείξης γενναιότητα στην νέαν αυτήν δοκιμασίαν που σε βάζω. Εμπορεί να τελειώση ο πόλεμος έως ότου να υπάγω, και τότε εγώ θα έλθω πίσω ικανοποιημένος με τον εαυτόν μου, ότι έπραξα το καθήκον μου...
Αλλά ο Χριστόδουλος Σώζος δεν επέστρεψε ποτέ στην αγαπημένη του οικογένεια. Έπεσε τον Δεκέμβριο του 1912 στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία στην Ήπειρο κατά τη διάρκεια μιας φονικής μάχης. (Ας σημειωθεί εδώ ότι η ηρωική δράση και το τέλος του υπήρξαν αντάξια της οικογενειακής του παράδοσης: ο παππούς του ήταν αγωνιστής του 1821 και ο πατέρας του είχε πάρει μέρος στην Κρητική Επανάσταση του 1866-1869).
Το φιλότιμο και το αίσθημα της ντροπής παρουσιάζονται ως κύριο κίνητρο και στην επιστολή του 18χρονου Πέτρου Χατζηαργυρού, από την Πάφο, φοιτητή στην Αθήνα, ο οποίος σκοτώθηκε στην Αετορράχη Ηπείρου. Το γράμμα (13-10-1912) το έστειλε στον αδελφό του, ζητώντας του να το κρατήσει κρυφό από τους γονείς του, για να μη λυπηθούν. ...Δεν πιστεύω να εκπλαγήτε εάν σας γράψω ότι κατετάχθην εις τον στρατόν ως εθελοντής. Δεν ηδυνάμην αγαπητέ αδελφέ, να πράξω αλλέως διότι ήτο αίσχος δι' εμέ να κάθημαι εντός των καφενείων Αθηνών καθ' ην στιγμήν ολόκληρος η αγαπητή πατρίς μας Ελλάς κινητοποιείται κατά του εχθρού της πίστεως και της πατρίδος, και καθ' ην στιγμήν οι Κύπριοι κατετάσσοντο εις τον στρατόν... Από κάποιο προαίσθημα ίσως ή από απλό ρεαλισμό ο Π. Χατζηαργυρού τελειώνει το γράμμα του εξηγώντας στον αδελφό του πως θα βρει τα πράγματά του στην Αθήνα για να τα πάει στην Κύπρο, αν «εν πάση περιπτώσει συμβή τι».
Από την πρώτη γραμμή του μετώπου οι επιστολές των εθελοντών είναι επίσης ενθουσιώδεις, προστίθεται όμως τώρα η αναφορά στις αντίξοες συνθήκες. Και πάλιν θα αναβώ στο σώμα μου, διότι εκεί είναι η ζωή η ευχάριστη. Να πολεμάς μέραις ολόκληραις κατά των απίστων χωρίς να κλης μάτι, χωρίς να τρως, χωρίς να πίνης και όμως να θέλης αυτή τη ζωή. Να κοιμάσαι μηνάδες τώρα στο ύπαιθρο μέσα σε χιόνια, να ακούης να περνούν από πάνω σου σαν τη βροχή οι σφαίρες και όμως να μη μπορής να κάνης δίχως της! Ε! ψυχή μου! αυτή είναι ζωή» (Προκόπης Χατζημιλτής-Γεωργιάδης). Κάποιος άλλος, στιχοπλόκος εθελοντής, ο Κωνσταντίνος Χαρικλέους, καταθέτει κωμικά το πρόβλημά του, τις ψείρες: Μικρές εις το ανάστημα μεγάλες εις την φόραν / με κάμανε τον δυστυχή και ωσάν να έχω ψώραν. / Και εκεί όπου περιπατώ όλο και σσιώ τους ώμους / και νευρικός λογίζομαι απ' τους ανθρώπους όλους.
Καθώς στη διάρκεια του 20ού αιώνα οι εθνικές μας περιπέτειες διαδέχονταν η μια την άλλη, οι Κύπριοι εξακολουθούσαν πάντα να δίνουν το παρόν. Κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία συγκροτήθηκε κατάλογος εθελοντών, στον οποίο εγγράφηκαν 1.000 περίπου Κύπριοι. Παρά το γεγονός ότι οι βρετανικές αρχές απαγόρευσαν την έξοδό τους από το νησί, πολλοί βρήκαν τον τρόπο και κατάφεραν να καταταγούν στον ελληνικό στρατό. Ένας από τους Κύπριους πολεμιστές ήταν και ο Ιωάννης Τσαγγαρίδης, βετεράνος των Βαλκανικών και του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος έφτασε ως διοικητής αποσπάσματος μέχρι τον Σαγγάριο.
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Είκοσι περίπου χρόνια μετά, οι αδελφοί της Κύπρου είπαν κι αυτοί το δικό τους ΟΧΙ στον Ιταλό εισβολέα. Αμέσως μόλις έφτασε η είδηση ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία, στην Κύπρο απλώθηκε ένα παραλήρημα ενθουσιασμού. Οι ελληνικές σημαίες, απαγορευμένες από το 1931, υψώθηκαν ξανά σε κάθε σημείο του νησιού. Νέοι της Κύπρου κατέκλυσαν το ελληνικό Προξενείο της Λευκωσίας και την Αρχιεπισκοπή, για να στρατευθούν. Έρανοι ξεκίνησαν παντού. Ακόμη και οι πιο φτωχοί συνεισέφεραν ό,τι τους είχε απομείνει. Μόνο η Κερύνεια πρόσφερε την αξία ενός αεροπλάνου.
Υπολογίζεται σε 4.000 οι Κύπριοι που πήραν μέρος στην ελληνοϊταλική σύρραξη. (Ας σημειωθεί εδώ, ότι άλλες 30.000 Κυπρίων πολέμησαν σε διάφορα άλλα μέτωπα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου). Ο ενθουσιασμός τους παρέμεινε αμείωτος σε όλες τις δύσκολες στιγμές του πολέμου. Γράφει, τον Φεβρουάριο του 1941, ο Κύπριος δημοσιογράφος Λ. Ακρίτας: ... Γράφω από τα αλβανικά βουνά, για να στείλω τον χαιρετισμόν και την αγάπην μου. Είμαι κατενθουσιασμένος που μαζί με τις χιλιάδες νέων κάνω το καθήκον μου απέναντι των ανθρώπων. Η ατμόσφαιρα που ζούμε και κινούμεθα είναι αληθινά ηρωική και οι στιγμές αυτές θα μου είναι αξέχαστες γιατί μας αναβαπτίζουν, μας ξαναγεννούν. Η ζωή του μετώπου, παρά τις ταλαιπωρίες που δεν τις καταλαβαίνει κανείς, ούτε κι ενδιαφέρεται γι' αυτές, προσφέρει αφάνταστες συγκινήσεις. Σε κάμνει μέσα στο μεθύσι της μάχης να ξεχνάς τα πάντα. Μονάχα ύστερα από την ώρα που αρχίζει να νυχτώνη όλοι μας θυμόμαστε τα σπίτια μας και κουβεντιάζομε μαζί τους. Μια τέτοια ώρα σας φέρνω με τη σειρά όλους στη σκέψη μου και είναι σαν να μην βρίσκωμαι μακρυά σας. Με πλημμυρίζει η υπερηφάνεια ότι σαν Κύπριος κάνω αυτή τη στιγμή δυο φορές το καθήκον μου.
Αλλά και οι Κύπριοι που ζούσαν στην Ελλάδα εκδήλωσαν τη διακαή τους επιθυμία να σταλούν στο πολεμικό μέτωπο, πριν ακόμη ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Από τον Σεπτέμβριο του 1940, όταν οι απροκάλυπτες πια προκλήσεις της Ιταλίας έδειχναν το αναπόφευκτο του πολέμου, Κύπριοι φοιτητές παρουσιάστηκαν στην εδώ Αγγλική Πρεσβεία και γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους να καταταγούν στον στρατό. Τον Νοέμβριο συστήθηκε στην Αθήνα ειδική κυπριακή επιτροπή για την αποστολή εθελοντών στον πόλεμο, ενώ τον Δεκέμβριο ορκίστηκαν οι 100 νέοι του Ιερού Λόχου των εν Αθήναις Κυπρίων. Ο ένας μετά τον άλλον, οι Κύπριοι φοιτητές έστελναν στην πατρίδα τους γράμματα με τα οποία ανακοίνωναν την απόφασή τους να πολεμήσουν. Σε κάποιο από αυτό διαβάζουμε:
... Μπροστά στον μεγάλο αγώνα που κάνει τώρα ο Ελληνισμός νομίζω πως κάθε άνθρωπος δεν μπορεί να μένη αδρανής, αλλά είναι περισσότερον από καθήκον η ανάγκη να ενώσουν όλοι τις δυνάμεις τους, για να υπερασπίσουν την τιμήν και την ελευθερίαν της Ελλάδος μας. Έτσι και εγώ μαζί με άλλους Κυπρίους φοιτητάς και επιστήμονας κατετάχθημεν εθελονταί στον Ελληνικόν Στρατόν και τώρα γυμναζόμαστε, για να μπορέσωμεν μετά δύο μήνες και μεις να προσφέρουμε κάτι θετικόν στην αγαπημένην πατρίδα. Πατέρα, μ' όλο που η απόφαση αυτή είναι λιγάκι σκληρή για σένα, που είσαι μακρυά, θέλω να δικαιώσης τας σκέψεις μου αυτάς με την ιδίαν την δικήν σου αγάπην στην Ελλάδα μας. Στον στρατόν περνώ καλά και είμαι πολύ υπερήφανος που κάνω το καθήκον μου προς την πατρίδα...
Όταν ο ελληνικός στρατός λύγισε υπό το βάρος της γερμανικής επίθεσης, οι Κύπριοι στρατιώτες συνέχισαν την αντίσταση στις ελεύθερες ακόμη περιοχές. Όσοι δεν αιχμαλωτίστηκαν από τον εχθρό, πολέμησαν στη Μάχη της Κρήτης και στην Αίγυπτο, ή παρέμειναν στην Ελλάδα και πήραν μέρος στην Αντίσταση. Η δε Κύπρος έγινε την ίδια εποχή το καταφύγιο χιλιάδων Ελλαδιτών προσφύγων και Άγγλων στρατιωτών.
Υπάρχουν κυπριακές οικογένειες που δόθηκαν από γενιά σε γενιά στους αγώνες του Ελληνισμού. Είδαμε παραπάνω την οικογένεια Σώζου και τη συμμετοχή παππού, πατέρα και γιου στην Επανάσταση του 1821, στην Κρητική Επανάσταση του 1866 και στους Βαλκανικούς Πολέμους αντίστοιχα. Άλλη μια οικογένεια, που αποτελεί απτό παράδειγμα της αδιάλειπτης παρουσίας των Κυπρίων στους μεγάλους αγώνες του Έθνους, είναι η οικογένεια Γεωργιάδη. Ο πατέρας, Προκόπης, συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους (παραθέσαμε παραπάνω επιστολή του από το μέτωπο). Τιμήθηκε μάλιστα με τον βαθμό του λοχία, επειδή κατά τη νυκτερινή σκοπιά του προειδοποίησε έγκαιρα για εχθρική προσέγγιση. Κατά τη δημόσια απονομή του τίτλου ο αξιωματικός τόνισε ιδιαίτερα «ότι οι Κύπριοι εκπληρούσι πιστά τα καθήκοντά των».
Ο Προκόπης Γεωργιάδης πολέμησε εθελοντικά και στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση (από το 1943 ζούσε με την οικογένειά του στην Αθήνα). Δυστυχώς, ο θάνατος υπήρξε οικτρός για μια τόσο τιμημένη ζωή. Τραυματίστηκε από σφαίρα στα Δεκεμβριανά και πέθανε στις αρχές του 1945 από γάγγραινα, αφού πρώτα είχε ακρωτηριαστεί το πόδι του.
Οι δυο γιοι του είχαν επίσης τραγικό τέλος. Ο Ροδίων, αμέσως μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, πολέμησε εθελοντικά στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στη συνέχεια έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Συνελήφθη, όμως, από τους Γερμανούς, κλείστηκε στις φυλακές της Αίγινας και κατόπιν του Βρανδεμβούργου, όπου και πέθανε ή θανατώθηκε τον Οκτώβριο του 1944 σε ηλικία 27 ετών. Την ίδια δράση και το ίδιο τέλος είχε και ο μικρότερος αδελφός του Μιλτιάδης, απόφοιτος του Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Η αδελφή τους, Ευανθία, επέδειξε επίσης πατριωτισμό και αντιστασιακή δράση. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έσωσε από τα χέρια των Γερμανών πάνω από 60 Άγγλους στρατιώτες, πράξη για την οποία παρασημοφορήθηκε από τη σύμμαχο χώρα. Ο φιλάσθενος, όμως, οργανισμός της την πρόδωσε λίγο μετά την Απελευθέρωση, επιβαρημένος από τις κακουχίες της Κατοχής και τη θλίψη για τον θάνατο του πατέρα και την εξαφάνιση των δύο αδελφών.
Οι τραγικές στιγμές του ελληνισμού ακολούθησαν την οικογένεια ακόμη και μετά θάνατον. Η χαροκαμένη μάνα, Θέκλα, πέθανε στην Κύπρο και θάφτηκε στην πατρίδα της Κερύνεια. Το 1974, όμως, οι Τούρκοι εισβολείς βεβήλωσαν τον τάφο της, όπως και όλο το κοιμητήριο. Οι στιγμές και τα γεγονότα που περιγράψαμε φαίνονται, υπό το πρίσμα του σήμερα, μακρινά. Δεν είναι μόνο ο χρόνος που δημιουργεί την απόσταση. Είναι και το όραμα της ένωσης Κύπρου και Ελλάδας που τα ενέπνεε, ένα όραμα που πια θεωρείται ανέφικτο. Ωστόσο, οι δυο λαοί μπορεί να χωρίστηκαν με τα σύνορα, αλλά απέδειξαν ότι θα συνοδοιπορούν και θα συμπάσχουν σαν ένας. Κι αυτή είναι τελικά μια νίκη, που καμιά ξένη δύναμη δεν μπορεί να ανατρέψει, όπως δεν το κατάφερε χιλιάδες τώρα χρόνια.
Βιβλιογραφία
1. Μιχαηλίδης Μιχάλης, Κύπρος: αγώνες λευτεριάς, εκδ. Τήνος, Αθήνα 1992.
2. Παγκύπριος Σύνδεσμος πολεμιστών του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, Η συμβολή της Κύπρου εις τον Β' Παγκόσμιον Πόλεμον, Λευκωσία 1975.
3. Παπαπολυβίου Πέτρος, Υπόδουλοι ελευθερωταί αδελφών αλυτρώτων, εκδ. Κ.Ε.Π., Λευκωσία 1999.
4. Πρωτοψάλτης Εμμανουήλ, Η Κύπρος εις τον αγώνα του 1821, εκδ. Ενώσεως Κυπρίων Ελλάδος, Αθήνα 1971.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου