Γι' αυτό γεννήθηκες ΕΛΛΗΝΑ !

Γι' αυτό γεννήθηκες ΕΛΛΗΝΑ !

AN...

AN...

Η ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΘΕΝ....


Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ

Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ

31 Ιουλ 2007

Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ … «ΜΕΤΑ»


ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ
Του ΘΑΝΑΣΗ ΤΣΑΚΙΡΗ
Ι) ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Η εργασία αυτή εκπονήθηκε κάτω από ιδιαιτέρως περίεργες και αντίξοες συνθήκες. Ο αρχικός μου στόχος ήταν να μελετήσω κάποιες κινηματογραφικές ταινίες της τελευταίας εικοσαετίας που, κατά τεκμήριο, απεικονίζουν, άμεσα ή έμμεσα, πλευρές της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας. Η προβληματική της εργασίας προσεγγίζει τη θεματική της σειράς μαθημάτων του σεμιναρίου πολιτικής επιστήμης του τετάρτου εξαμήνου του μεταπτυχιακού προγράμματος πολιτικής επιστήμης και κοινωνιολογία του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η ευρύτητα της θεματικής που περιλαμβάνει την εξέταση των νέων κοινωνικό - πολιτικό -πολιτισμικών πραγματικοτήτων που διαμορφώθηκαν μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαίτερα μετά την πετρελαϊκή και γενικότερη οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 1973 και με νέα ένταση συνεχίζεται μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του (αν)υπαρκτού σοσιαλισμού της Ανατολικής Ευρώπης δεν επιτρέπει την πλήρη κάλυψή της από τις σελίδες μιας τέτοιου τύπου εργασίας. Γι’ αυτό επέλεξα να μελετήσω απλώς κάποιες "σεκάνς" από όλο αυτό το "σκηνικό". Οι τρεις ταινίες στις οποίες κατέληξα τελικά προέρχονται από τρεις χώρες με κοινωνικό - οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες τέτοιες που προσφέρονται για συγκριτικές αναλύσεις : Η.Π.Α., Γαλλία και Ο.Δ. Γερμανίας [1][1]. Όμως η στοιχειώδης κριτική προσέγγιση των τριών ταινιών προϋποθέτει τη μελέτη βασικών θεωρητικών κειμένων που αναφέρονται στις διαμορφούμενες νέες κοινωνικές και πολιτισμικές πραγματικότητες. Για ευνόητους λόγους μεθοδολογίας απέφυγα να εμπλακώ και στη συζήτηση για τη θεωρία του κινηματογράφου και στο βαθμό που μόνο για ορισμένες "σεκάνς" θα γίνει λόγος. Οι δύσκολες και περίεργες συνθήκες δεν έχουν μόνο να κάνουν μόνο με τις θεματικές της εργασίας και του σεμιναρίου. Σχετίζονται και με την ίδια την προσωπική μου συγκρότηση και τον προσωπικό μου τρόπο ζωής και επαγγελματικής απασχόλησης. Από τη μια έχοντας απορρίψει τις λεγόμενες "μεγάλες θεωρίες" που διεκδικούν το δικαίωμα να εξηγήσουν παν επιστητό και συνεπώς την πρόταξη κάποιας μαγικής συνταγής για την επίλυση κάθε κοινωνικού και πολιτικού προβλήματος, στέκομαι, αναγκαστικά, στην αρχή μιας διαφορετικής, μη γραμμικής, πορείας αναζήτησης ερμηνειών που να σχετικοποιούν τις ουσιοκρατικές μεθοδολογίες. Δεν απαγορεύεται βέβαια η προσπάθεια γενίκευσης που πρέπει όμως να ελέγχεται θεωρητικά και πρακτικά. Συνεπώς, η εργασία αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη μιας μακρόχρονης μελλοντικής σειράς προσπαθειών και αποπειρών μου να διεισδύω όλο και περισσότερο δημιουργικά και σε βάθος στο σώμα της θεωρίας και πράξης της πολιτικής κοινωνιολογίας. Από την άλλη οφείλω να τονίσω ότι κι εγώ δεν είμαι παρά ένα προϊόν της ίδιας της κοινωνικής πραγματικότητας και των μεταβολών που προσπαθώ να ερμηνεύσω. Η επαγγελματική μου θέση, η κοινωνική μου ζωή και οι "υποχρεώσεις" της, η πολιτική και συνδικαλιστική μου δραστηριότητα, οι απόψεις, οι αντιλήψεις και νοοτροπίες που, κριτικά ή άκριτα, έχω αποδεχθεί, οι καταναλωτικές μου προτιμήσεις, ο τρόπος ζωής μου, οι πολιτισμικές μου αναφορές κλπ. επιδρούν και αυτές με τη σειρά τους στον α΄ή β΄ βαθμό στον προσδιορισμό των θέσεών μου. Με μια έννοια, το "ορθολογικό υποκείμενο" του συγγραφέα - καθολικού διανοούμενου που δεν επηρεάζεται από το περιβάλλον του δεν υφίσταται στην πραγματικότητα. Έτσι το θεωρητικό puzzle στο οποίο αναφερόμαστε δεν πρόκειται μάλλον να ολοκληρωθεί ποτέ. Για το λόγο ετούτο και θα αρκεστώ στο να "μαζέψω" μήπως και μπορέσω να τοποθετήσω τα επιστημονικά μου κιάλια έτσι ώστε να καταφέρω να εστιάσω τους φακούς τους αργότερα και να εντοπίσω κάποιες πιο συγκροτημένες καταστάσεις που μου διαφεύγει το σχήμα τους σήμερα.

Ένα ερώτημα που τίθεται επί πλέον είναι το εξής : «Μα καλά, πες πως βρήκες τα κομμάτια του puzzle που αναζητάς & δεν χρειάζεσαι, τρόπον τινά, και μια "συγκολλητική ουσία" που να συγκρατεί τα κομμάτια, όσα βρέθηκαν, για να μην διαλυθεί το puzzle στα εξ ων συνετέθη και μαζί μ’ αυτό και η όποια, έστω και όχι και τόσο υψηλής ευκρίνειας, εικόνα καταφέρνεις να "ζωγραφίσεις" ως τώρα ;». Ούτε και σ’ αυτό το μεθοδολογικό ερώτημα είναι τόσο εύκολη ή και αυτονόητη η απάντηση, πόσο μάλλον οριστική άμα δοθεί. Η μοναδική προσωρινή απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι η εξής : ξεκινώ από μια - όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ - μαρξιστική μεθοδολογία που αναφέρεται στον ιστορικό χαρακτήρα των κοινωνικών συγκρούσεων. Θεωρώ, λοιπόν, ότι καθώς μελετώ τις διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές δομές είμαι υποχρεωμένος να δίνω πάντα τις ιστορικές και συγκριτικές διαστάσεις αυτών των δομών και τη μεταβολή τους μέσα στο χρόνο. Με άλλα λόγια, από τη χρονική στιγμή που οι δυτικές κοινωνίες εισήλθαν στο ιστορικό στάδιο της ανάπτυξης του καπιταλισμού ως τρόπου παραγωγής διαφοροποιούνται ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες της κάθε μιας. Από τη δική μου σκοπιά εκείνο που θέλω να καταγράψω μέσα από τη συζήτηση αυτή και να ξεχωρίσω μέσα από τις διάφορες "σεκάνς" είναι ότι ο καπιταλισμός, τροποποιούμενος με βάση τις χωρικές και χρονικές μεταβολές, παραμένει ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής και ιδιοποίησης του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου. Το βασικό του χαρακτηριστικό, δηλαδή η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο με κινητήρια δύναμη την παραγωγή υπεραξίας, δεν έχει τροποποιηθεί.

Είναι αυτό το κοινό, πολύχρωμο όμως, νήμα που συνδέει μεταξύ τους τη "θεά", τον "άγγελο" και το "παλικάρι" ;
ΙΙ) ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΥΔΡΟΧΟΟ Ή ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ "ΜΕΤΑ";
ΔΙΑΜΑΧΕΣ ΚΑΙ ΑΨΙΜΑΧΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ

«Ο νέος είναι ωραίος, μα ο παλιός είναι αλλιώς». Ένα ρητό που παλιότερα το ερμηνεύαμε μόνο στα πλαίσια των συμφραζομένων του λόγου της καθημερινότητας των στρατιωτών. Σήμερα είμαστε υποχρεωμένοι να σκύψουμε πάνω σε μια "νέα εικόνα" και να προσπαθήσουμε να την ερμηνεύσουμε χρησιμοποιώντας πολλές φορές "νέα", και "άγνωστα" μέχρι τώρα, κριτήρια. Ένας από τους παράγοντες που αποτελούν κριτήριο ανάγνωσης αυτής της νέας "πραγματικότητας" την οποία όλοι και όλες αναγνωρίζουμε πως υφίσταται είναι ο παράγοντας χρόνος και η σημασία του για την κατανόησή της. Η Agnes Heller τονίζει ότι τόσο το μέλλον όσο και το παρελθόν, παρά την απέραντη διαφορετικότητά τους, συμπυκνώνουν σε μια στιγμή το χρόνο [2][2]. Μια από τις ερμηνείες που μπορούν να δοθούν για την παρατήρηση αυτή είναι ότι η στιγμή, το παρόν που βιώνουμε, είναι τμήμα μιας διαδικασίας μετάβασης, προς κάποιες "νέες εποχές" που κουβαλάνε πάνω τους στίγματα ενός κοινωνικού, ιστορικού παρελθόντος από το οποίο η διαφυγή είναι, όχι βέβαια αδύνατη, αλλά βασανιστική. Όσο γρήγορες και επιταχυνόμενες και αν είναι οι ενδιάμεσες αλλαγές και ανατροπές, τόσο οι αντιστάσεις και οι ενστάσεις δυναμώνουν και φουντώνουν. Το παρελθόν αξιολογείται με μύριες όσες μορφές, που καταλαμβάνουν όλες τις θέσεις και τα άκρα ενός φάσματος θετικών και αρνητικών αξιολογήσεων. Ίσως αυτό υπονοείται στη θέση του Barry Smart ότι οι "νέες εποχές" στις οποίες τυχαίνει να ζούμε εμπεριέχουν παλιές σκοτούρες, οικείες κι αναγνωρίσιμες προοπτικές και δυνατότητες καθώς και τέρψεις πάσης φύσεως [3][3]. Μια ιδέα που είναι αναγνωρίσιμη και αρκετά παλιά : εγγενές στοιχείο της νεoτερικότητας είναι η ίδια η μεταβατικότητα σε νέες εποχές [4][4].

To ερώτημα όμως που τίθεται είναι το κατά πόσον, σ’ αυτή τη μεταβατική εποχή, βιώνουμε την αλλαγή του κοινωνικό - οικονομικού συστήματος και, κατά συνέπεια, του πολιτικού συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, οι αλλαγές που, πράγματι, σημειώνονται σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας από το νομικό πλέγμα των εργασιακών σχέσεων, δηλαδή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εργαζομένων βάσει της εργατικής νομοθεσίας που είναι άμεσο προϊόν συμβιβασμών στα πλαίσια της ταξικής πάλης, τους τρόπους κεφαλαιακής συσσώρευσης και τις τεχνολογικές συνιστώσες της παραγωγής, έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρβαση του καπιταλισμού ως κοινωνικό - οικονομικού συστήματος ; Ή μήπως πρόκειται για ριζικές μεταβολές που ενισχύουν τον καπιταλισμό και που τον νομιμοποιούν εκ νέου, τροποποιώντας τους πολιτικούς τύπους και τους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τις μεταβολές αυτές ;

Η συζήτηση αρχίζει από παλιά. Αν λάβουμε υπόψη μας δυο συγγραφείς της φιλελεύθερης, εν γένει, παράδοσης θα διαπιστώσουμε ότι ήδη από τη δεκαετία του 1950-60 έχει αρχίσει να γίνεται λόγος για τη μετανεοτερική εποχή. Οι Α. Toynbee και D.Bell συνειδητοποιούν ότι κάτι αλλάζει στον κοινωνικό ορίζοντα και προσπαθούν να το περιγράψουν. Το άγχος του Toynbee για τη σταθερότητα των μεσοαστικών αξιών και της κυριαρχίας του αντίστοιχου αμερικάνικου τρόπου ζωής είναι φανερό [5][5]. Aυτό που ο ίδιος θεωρεί νεοτερικότητα, δηλαδή ο εργαλειακός λόγος[6][6] και οι συμπαραδηλώσεις του κινδυνεύουν από τη φρενήρη ανάπτυξη και τους τρελούς ρυθμούς της τεχνολογικής αλλαγής που επιταχύνεται σε καθημερινή βάση υπό την αιγίδα όχι μόνον της καπιταλιστικής επιχείρησης αλλά και του κράτους. Ο Toynbee βλέπει στην ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους πρόνοιας στη Δυτική Ευρώπη και, εν μέρει, στη Βόρεια Αμερική, ένα διάπλατα ανοιχτό παράθυρο από το οποίο οι μάζες θα εισβάλλουν στον κόσμο της μεσοαστικής τάξης. Η αμφισβήτηση της νεοτερικότητας άρχισε, κατ’ αυτόν, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος αποκαλείται ως ο πρώτος μετανεοτερικός πόλεμος. Η Σοβιετική Επανάσταση αντιπροσωπεύει, πάλι κατ’ αυτόν, την πρώτη μαζική επίθεση κατά της νεοτερικότητας όπως την όρισε. Η μεσοαστική τάξη του δεν φαίνεται να γνωρίζει πια την εποχή στην οποία ζει και αναπνέει, είναι μια εποχή που η ηγεμονία της φθίνει. Σε ένα πιο απαισιόδοξο τόνο ο D.Bell μιλά για τη μεταβιομηχανική κοινωνία που αντιπροσωπεύει την παρακμή του αστικού νεοτερικού πολιτισμού όπως εκφράστηκε στο βιομηχανικό ορθολογισμό. Οι πολιτισμικές αντιθέσεις του καπιταλισμού είναι τέτοιες που θα προκαλέσουν την αποσύνθεση αυτής της βιομηχανικής ορθολογικότητας και κοινωνίας. Η νοσταλγία του παρελθόντος είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της νεοσυντηρητικής σκέψης του Βell. Eστιάζοντας το βλέμμα του ιδιαίτερα στο χώρο της τέχνης, υποστηρίζει πως αυτή έχει υπονομεύσει την ηθικότητα του προτεσταντικού βιομηχανικού πνεύματος και πως η πουριτανική ηθική της εργασίας δίνει τη θέση της στην ηδονιστική αναζήτηση νέων αισθήσεων, εντυπώσεων και ικανοποιήσεων για λογαριασμό ενός ανεμπόδιστου κι ελεύθερου δεσμεύσεων και υποχρεώσεων "εγώ" [7][7]. Ο M. Featherstone τονίζει στην κριτική του ότι ο Βell υπερεκτιμά το ρόλο των πεποιθήσεων που απορρέει και από την υπερβολική έμφαση που δίνει στην παρουσία της τέχνης ως αποσταθεροποιητικής λειτουργίας της κοινωνικής ζωής χωρίς από τη μια αντιλαμβάνεται τις ίδιες τις πρακτικές της εμπορευματοποίησης της τέχνης που εντάσσουν μέσα στα πλαίσια του κυρίαρχου συστήματος όποιες αντίπαλες προς αυτό κριτικές και από την άλλη την επιδίωξη πολλών από αυτούς τους κριτικούς αντιπάλους ιδιαίτερα του χώρου της τέχνης και της διανόησης να παίξουν ταυτόχρονα το δικό τους ανατρεπτικό παιχνίδι αλλά και το παιχνίδι στο τερραίν της εμπορευματοποίησης.

Στα πλαίσια μιας, πιο νεότερης σχετικά, συζήτησης στη δεκαετία του ‘80 τίθενται επί τάπητος όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της καπιταλιστικής κοινωνίας όπως τη γνωρίσαμε στον 20ό αιώνα. Ο Umberto Eco σημειώνει τρεις χαρακτηριστικές πλευρές της νέας εποχής : την αποδιάρθρωση των συστημάτων που διατηρούσαν την ειρήνη και την τάξη [8][8], τη μεσαιωνοποίηση της πόλης, δηλαδή τη δημιουργία μιας πόλης με μικροκοινωνίες, θύλακες μειονοτήτων, συγκρούσεις και κατατμήσεις / θρυμματισμός του κοινωνικού σώματος με κοινωνικά αιτήματα την ασφάλεια και προστασία, και την καθολική εμπέδωση ενός κλίματος "ρίσκου" σε συνδυασμό με την πλήρη εμπορευματικοποίηση της ύστερης καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Ο νεομεσαίωνας είναι, κατά τον Eco, η ονομασία που πρέπει να δώσουμε στα συμπτώματα ανασφάλειας που προκαλούνται από τις αρνητικές συνέπειες των αφηρημένων συστημάτων γνώσης και της συγκεκριμένης τους εφαρμογής στην τεχνολογία : μόλυνση περιβάλλοντος, παραγωγή δηλητηριωδών και επικίνδυνων άχρηστων προϊόντων, εξαφάνιση αγρίων ζώων κλπ. Η συλλογική και ατομική στρατηγική που προτείνει είναι η προσαρμογή στην κουλτούρα της συνεχούς αναπροσαρμογής.

Την ερμηνεία της λέξης "ρίσκο" επιχείρησε να ξεκαθαρίσει ο Ulrich Βech για να την εντάξει στο σώμα της δικής του θεωρία περί "ανακλαστικού εκσυγχρονισμού" [9][9]. Kατά την άποψή του η νεωτερικότητα και η εποχή της είναι πράγματα ξεχασμένα. Δημιουργείται με τρόπο πρωτότυπο μια νέα εποχή, μια "εποχή χωρίς όνομα" ακόμα αβάπτιστη. Αυτή η εποχή χαρακτηρίζεται από τον ανακλαστικό εκσυγχρονισμό ιδίως στην περιοχή της βιομηχανικής δύσης όπου η νεοτερικότητα είχε λάβει τη μορφή ενός αυτονομημένου εκσυγχρονισμού-ορθολογισμού. «Ο ανακλαστικός εκσυγχρονισμός ανοίγει τη δυνατότητα μιας δημιουργικής (αυτο)καταστροφής μιας ολόκληρης εποχής, της βιομηχανικής. " Υποκείμενο " αυτής της δημιουργικής αυτής της δημιουργικής καταστροφής δεν είναι η κρίση, αλλά η νίκη του δυτικού εκσυγχρονισμού. Αυτή η θεωρία αντιστέκεται στη θεωρία περί τέλους της κοινωνικής ιστορίας - και, όπως ελπίζω, την αναιρεί» [10][10]. Συνεπώς, το "ρίσκο" αναφέρεται στη δυνατότητα μιας πολιτικής θεωρίας της γνώσης της νεοτερικότητας που γίνεται αυτοκριτική. Η βιομηχανική κοινωνία αναγνωρίζει τους κινδύνους της περιόδου του αυτονομημένου εκσυγχρονισμού, ασκεί την αυτοκριτική της και μεταρρυθμίζεται ως κοινωνία του ρίσκου, που προϋποθέτει την ύπαρξη ενεργών πολιτών. Με αυτήν την έννοια έχουμε να κάνουμε με μια διαφορετική ματιά πάνω στο παρελθόν.

H εκλεκτική στροφή στο παρελθόν, όχι όμως με την έννοια της κατανοούσας ιστοριογραφίας ή κοινωνιολογίας, είναι ένα χαρακτηριστικό της νέας τάξης πραγμάτων του μετανεοτερικού κόσμου. Ο Frederic Jameson θα μιλήσει για το φαινόμενο του "μιμητισμού" (pastiche) [11][11] περασμένων αισθητικών προτύπων ξεπερνώντας ακόμη και την παρωδία τους στο βαθμό που αυτή συσχετιζόταν άμεσα με το αυθεντικό αισθητικό πρότυπο και, μ’ αυτήν την έννοια, εντασσόταν στα πλαίσια της νεοτερικότητας. Το νέο στοιχείο που ο Jameson προσθέτει είναι ο ""θάνατος του υποκειμένου" στην εποχή των μεγάλων επιχειρήσεων και της δημογραφικής επέκτασης. O D.Kellner [12][12] θεωρεί ότι η ταυτότητα ενός υποκειμένου σήμερα γίνεται ολοένα και πιο εύθραυστη και ασταθής, με αποτέλεσμα να θεωρείται μύθος και αυταπάτη. Ο Mike Featherstone κάνει λόγο για το φαινόμενο της "αισθητικοποίησης της καθημερινής ζωής" [13][13] που περιλαμβάνει τα υπο-φαινόμενα της διάβρωσης των ορίων υψηλής και χαμηλής κουλτούρας, τέχνης και καθημερινής ζωής, της μετατροπής της ζωής σε έργο τέχνης, της έντονης ροής σημείων και εικόνων που διαπερνούν το οικοδόμημα της καθημερινής ζωής στη σύγχρονη κοινωνία, δείγματα των οποίων συναντά κανείς και στα έργα συγγραφέων που αναφέρονται στην περίοδο της ίδιας της νεοτερικότητας - αν μπορούμε να ορίσουμε μια αρχή της και ένα τέλος της, βέβαια - όπως πχ οι C.Baudelaire [14][14], G.Simmel [15][15], W.Benjamin [16][16] και J. Ηabermas [17][17]. Μια από τις προσφερόμενες ερμηνείες, που προσφεύγει ήδη στο Μεσαιωνικό καρναβάλι, άρα σε προ-νεοτερική εποχή, για να εξηγήσει το φαινόμενο της "αισθητικοποίησης της καθημερινής ζωής" είναι αυτή των P. Stallybrass και A. White [18][18] περί της συμβολικής σημασίας του "γκροτέσκου Άλλου" που εντάσσει αυτό το, αποκλεισμένο από το σύστημα σχηματισμού ταυτότητας, "Άλλο" των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, τάξεων και μαζών στα πλαίσια της παραγωγής ονείρων και ιδεατών μοντέλων, δηλαδή αποκτά την δική του θέση ως "αντικείμενο επιθυμίας". Μέσα από τη διαδικασία της ανάπτυξης της εμπορευματικοποίησης και της επικράτησης της βιομηχανικής ορθολογικότητας αυτή η, σχετικά, ανατρεπτική εκδήλωση μετατρέπεται σε οργανωμένη δραστηριότητα που εντάσσει εντός ορίων την επιθυμία. Στη μετανεοτερική περίοδο βλέπουμε καθαρά το ρόλο πολυεθνικών πια εταιρειών να "οργανώνουν την αποδιοργάνωση" : η περίπτωση Disneyland είναι ενδεικτική της έννοια της οργανωμένης αποδιοργάνωσης. Το φαντασιακό Άλλο είναι πια μια γλυκιά εμπορευματικοποιημένη διαδικασία που κρατάει τους κινδύνους εντός πλαισίων. Η ίδια μέσες- άκρες διαδικασία είναι αυτή των πανηγυριών, των συναυλιών, των θεαμάτων, των θεματικών πάρκων, των υπερκαταστημάτων - εμπορικών κέντρων (malls) και, πάνω απ’ όλα, του τουρισμού.
ΙΙΙ) ΤΗΕ WAY WE WERE VS BREAKING THE WAVES Ή ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΡΝΤΙΣΜΟ ΣΤΟΥΣ ΦΟΡΝΤΙΣΜΟΥΣ.

Όσα αναφέρθηκαν ως τώρα δεν μπορούν να αποκοπούν από τις εξελίξεις στο σκέλος της οικονομίας. Η οικονομική ιστορία της νεοτερικότητας και η ερμηνεία της μετανεοτερικότητας είναι αλληλένδετα συνδεδεμένες. Η συζήτηση οφείλει να περιλάβει σε πρώτο πλάνο τις εξελίξεις από τη μια στη συσσώρευση κεφαλαίου και τις σχέσεις παραγωγής και από την άλλη στην αγορά της εργασίας και στις εργασιακές σχέσεις. Και στις δύο συνιστώσες της συζήτησης εμπλέκονται και εγγράφονται στα συμπεράσματά της οι παράγοντες του χρόνου και του τόπου, με διαφορετική σημασία και επίδραση στις κάθε φορά διαφορετικά διαμορφούμενες συνθήκες.

Η κύρια συζήτηση που λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών είναι αυτή που εστιάζεται γύρω από το ζήτημα του τι διαδέχεται το "φορντιστικό μοντέλο παραγωγής". Πρώτα απ’ όλα, οφείλουμε να δούμε ποιο είναι αυτό το μοντέλο, ποια τα κύρια χαρακτηριστικά του και, κυρίως, να εντοπίσουμε ποια από αυτά τα χαρακτηριστικά του χάνονται, ποια τροποποιούνται και ποια διατηρούνται μέσα στο πέρασμα του χρόνου και πώς εντοπίζουμε - αν εντοπίζουμε, βέβαια - την κρίση του μοντέλου αυτού για να μπορέσουμε, κατόπιν, να σκιαγραφήσουμε τα χαρακτηριστικά μιας νέας περιόδου και την απάντηση στο ερώτημα του αν αυτή είναι μια περίοδος "νεο-φορντισμού", "μετα-φορντισμού" ή ο,τιδήποτε άλλο.

Σύμφωνα με την άποψη του Α. Aglietta [19][19] χρειάζεται να αναφερθούμε πρώτ’ απ’ όλα στη "γενική θεωρία του καπιταλισμού" για να αντλήσουμε το πλαίσιο των εννοιών μέσα στο οποίο θα εργαστούμε για να μπορέσουμε να επεξεργαστούμε νέες έννοιες "ιστορικά προσδιορισμένων κοινωνικών σχέσεων" βάσει των οποίων θα μελετήσουμε και θα κατανοήσουμε τους μετασχηματισμούς που υφίστανται οι καπιταλιστικές κοινωνίες. Οι νέες έννοιες που προτείνει ο Aglietta και οι οποίες θα γίνουν για πολλά χρόνια τα εργαλεία με τα οποία μια σειρά ολόκληρη από θεωρητικούς οικονομολόγους, κοινωνιολόγους και πολιτικούς επιστήμονες θα αναλύουν τις σύγχρονες κοινωνίες. Οι επιστήμονες αυτοί θα αποτελέσουν τη "σχολή της ρύθμισης", μια σχολή που στους κόλπους της θα αναπτύσσονται συνέχεια διαφορετικές απόψεις έως και αντιθετικές κατευθύνσεις [20][20]. Οι έννοιες που θα κυριαρχήσουν ως εργαλεία ανάλυσης είναι αυτές του "καθεστώτος συσσώρευσης" και του "τρόπου ρύθμισης". Στην πορεία των ερευνών, και ανάλογα με το αντικείμενος σπουδής και μελέτης, θα αναδειχθούν και άλλες έννοιες, συνολικές ή μερικές, που θα βοηθήσουν, κατά τον εκάστοτε συγγραφέα, την ανάδειξη των βασικών πλευρών των κοινωνικών μετασχηματισμών. Με άλλα λόγια, η γενική μέθοδος των κυριοτέρων εκπροσώπων είναι, με αφετηρία εκκίνησης την αναφορά στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής να εξεταστούν οι διαφορετικοί τρόποι ανάπτυξης και μετασχηματισμού των κοινωνιών με βάση τα εκάστοτε χωροχρονικά συμφραζόμενα, δηλαδή ανάλογα με την ιστορική εθνική ανάπτυξη και μετασχηματισμό των ίδιων των κοινωνιών και την εξαγωγή γενικότερων θεωρητικών συμπερασμάτων. Οι πιο σοβαρές κριτικές της γενικής γραμμής της σχολής από μια μαρξιστική μεθοδολογική σκοπιά εντοπίζουν στις κατευθύνσεις της μια τάση ιστορικιστικής υπερσχετικοποίησης της γενικής μεθόδου που ανέπτυξε ο Μαρξ που φτάνει ως την υιοθέτηση ατομικιστικών μεθοδολογικών χαρακτηριστικών οπτικών γωνιών ανάλυσης [21][21].

Έχοντας, λοιπόν, υπόψη ότι η βάση του κοινωνικό-οικονομικού συστήματος είναι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, δηλαδή ο καπιταλισμός, ο Αglietta θεωρεί ότι οι κεφαλαιοκρατικές τάξεις μπορούν να αναζητήσουν στρατηγικές ή καθεστώτα συσσώρευσης, ανάλογα με τις συνθήκες που σχετίζονται κάθε φορά με την κοινωνία αναφοράς, την πολιτική συγκυρία και την κατάσταση της τεχνολογίας. Αυτό σημαίνει ότι η στρατηγική συσσώρευσης προσαρμόζεται αναφορικά με την αγορά στην οποία το κεφάλαιο προσδοκά να επενδύσει και να κερδοφορήσει, δηλαδή αν δίνει προτεραιότητα στην εγχώρια (εθνική) αγορά ή στη διεθνή αγορά. Επίσης εξαρτάται από τον χαρακτήρα της στρατηγικής σε σχέση με την τεχνολογία, δηλαδή αν ενδιαφέρεται για την εκτατική ή την εντατική ανάπτυξη. Στην πρώτη περίπτωση το κεφάλαιο θα ακολουθήσει μια στρατηγική βασισμένη στη θεωρία της αύξησης της παραγωγής σχετικής υπεραξίας και στην επιτάχυνση της τεχνολογικής ανάπτυξης, στη δε δεύτερη περίπτωση θα προσπαθήσει να εντάξει νέες ζώνες, σφαίρες, περιοχές στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, θα χρησιμοποιήσει πολιτική χαμηλών ημερομισθίων και θα επιμηκύνει την εργάσιμη ημέρα. Κάθε στρατηγική ή καθεστώς συσσώρευσης απαιτεί για να λειτουργήσει αποτελεσματικά και, ει δυνατόν απρόσκοπτα, την επιβολή ενός τρόπου ρύθμισης. Ο τρόπος ρύθμισης είναι η επιβολή μιας πολιτικοϊδεολογικής ηγεμονικής δομής και αντίστοιχου πολιτικού συστήματος που να καταπιέζει ή να ενσωματώνει τον ταξικό ανταγωνισμό της εργατικής τάξης στα πλαίσια ενός θεσμοποιημένου συστήματος ταξικών σχέσεων. Αυτό το σύστημα μπαίνει σε μια διαδικασία κρίσης όταν δεν είναι πλέον δυνατή η κινητοποίηση αντίρροπων τάσεων στην πτώση του ποσοστού του κέρδους μακροχρόνια και όταν για να καταστεί δυνατή η επανακερδοφορία του κεφαλαίου χρειάζεται ένας ριζικός μετασχηματισμό της δομής του καπιταλιστικού σχηματισμού : μια εσωτερική, δηλαδή, επανάσταση στα πλαίσια του καπιταλισμού που συστήνει εκ νέου ένα νέο ιστορικό ηγεμονικό μπλοκ με την έννοια που δίνει ο Gramsci. Η διαδικασία συσσώρευσης συνεχίζεται πλέον με μια καινούργια κοινωνική βάση, κατά τον J. Hirsch [22][22].

Σύμφωνα με τη θέση περί "φορντισμού" από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 το μοντέλο αυτό μπαίνει σε μια κρίση μακρόχρονη και τίθεται σε κίνηση μια νέα διαδικασία ανάπτυξης ενός νέου μοντέλου που αποκαλείται "νεοφορντιστικό" ή "μεταφορντιστικό" (αντιστοιχούν, χωρίς αυτό να είναι απόλυτο, σε γενικές γραμμές με τις θέσεις περί "ανακλαστικού εκσυγχρονισμού" και "μετανεοτερικότητας" ή "μεταμοντερνισμού"). Τα χαρακτηριστικά του φορντιστικού μοντέλου παραγωγής ήταν : πρώτον, η μαζική παραγωγή μέσω της διαδικασίας της αλυσίδας παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης, δυο πλευρές του συστήματος που συναρθρώνονταν στη βάση της αύξησης των μισθολογικών πληρωμών (άμεσα και έμμεσα) & η παραγωγή εντός μεγάλων εργοστασίων & η έντονη κρατική παρέμβαση στη βάση κεϋνσιανών αρχών οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής & η ανάπτυξη του κράτους δικαίου & η ανάδειξη των μαζικών εργατικών συνδικάτων σε ρυθμιστικό παράγοντα διαπραγμάτευσης και διαμόρφωσης των κρατικών πολιτικών. Το "νεοφορντιστικό" ή "μεταφορντιστικό", αντίθετα, χαρακτηρίζεται από νέες μεθόδους παραγωγής, διάθεσης και αποθήκευσης προϊόντων, μέθοδοι που με τη σειρά τους χαρακτηρίζονται από την ολοένα και εντατικότερη και ποιοτικότερη χρήση των συνεχών καινοτομιών στην υψηλή νέα τεχνολογία. Χαρακτηρίζεται επίσης από ευέλικτες εργατικές πρακτικές, μείωση έως εκμηδενισμό του ειδικού βάρους του εργασιακού συνδικαλισμού, υπερτονισμό της εξατομίκευσης της εργασιακής, και όχι μόνο, σχέσης [23][23] , μείωση της οικονομικής και κοινωνικής παρέμβασης του κράτους - ή και επιστροφή στο κράτος-νυχτοφύλακα -, μεταβολή της σχέσης παραγωγής / κατανάλωσης προς την πλευρά της κατανάλωσης [24][24] . Με άλλα λόγια το καθεστώς της συσσώρευσης από σταθερό μεταβάλλεται [25][25]σε ευέλικτο. Το νέο καθεστώς χαρακτηρίζεται από την αύξηση του μεριδίου της ανόργανης σύνθεσης σε βάρος της οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου.

Oι ίδιες οι εργασιακές σχέσεις αλλάζουν επίσης χαρακτήρα στα πλαίσια του αποδιοργανωμένου καπιταλισμού [26][26] και της ευέλικτης ειδίκευσης. Ένας βασικός παράγοντας που συντελεί στη αναδιαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων είναι η νέα τεχνολογία της πληροφορικής. Η μηχανή αλλάζει και μαζί της αλλάζει η ίδια η αντίληψη του ανθρώπου γι’ αυτές και για την εργασία του. Ας δούμε μερικές όψεις αυτής της αλλαγής.

Σύμφωνα με τον Joel de Rosnay [27][27] διαλύονται οι παραδοσιακές κοινωνικές δομές και οι παραδοσιακές ανθρώπινες αναφορές. Εκεί που παλιά υπήρχαν τρεις ενότητες αναφοράς, ο τόπος, ο χρόνος και οι λειτουργίες σήμερα τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αποκεντρωμένες αρμοδιότητες, ο αποσυγχρωνισμένος κύκλος δραστηριοτήτων και η απο-ύλωση των συναλλαγών. Τα δίκτυα αντικαθιστούν τις πυραμίδες εξουσίας, οι αλληλοεξαρτώμενοι πυρήνες τις ιεραρχικές κλίμακες, το πληροφοριακό οικοσύστημα τις γραμμικές βιομηχανικές θυγατρικές. Οι συνέπειες στην πολιτική είναι ορατές : οι πολιτικοί τα έχουν χαμένα γιατί λειτουργούν ακόμα με τη λογική της αναλογικών εξελίξεων και της ποσοστικοποίησης που δίνει μέτρα σύγκρισης της πολιτικής τους αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής τους απήχησης. Το Internet τους τρομάζει γιατί εμφανίζει τις μορφές και τα πρόσωπα των ανθρώπων που δημιουργούν την ιστορία. Αυτά τα πρόσωπα είναι οι δυνητικοί δημιουργοί, οι "νευρώνες" ενός παγκοσμίου, εν εξελίξει, εγκεφάλου. Η λογική αυτή, κατά τον de Rosnay θα έχει ως μια βασική της κατάληξη, την "μονοπρόσωπη πολυεθνική επιχείρηση" : «ένα άτομο χειριζόμενο καλά αυτά τα εργαλεία είναι σε θέση να ανταγωνιστεί βιομηχανίες πολύχρονης λειτουργίας» [28][28].

Πέρα όμως από αυτή την ιδιαιτέρως αισιόδοξη οπτική που ούτε λίγο ούτε πολύ βλέπει μια κοινωνία στην οποία το κάθε άτομο θα είναι από μόνο του μια πολυεθνική ... ανώνυμη εταιρεία, η συζήτηση για το νέο ρόλο των τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία και στη συγκρότηση νέου τύπου κοινωνικό - πολιτικών ταυτοτήτων παίρνει άλλες μορφφές. Ο ρόλος των "Παγκοσμίων Δικτύων" στη νέα κοινωνική διαφοροποίηση που προκύπτει στη διάρκεια της ανάπτυξης του "δικτυακού καπιταλισμού" αντιμετωπίζεται με κριτικό τρόπο από το Σ.Ν. Χτούρη [29][29]. Κατά την άποψή του, δεν μπορούμε πλέον να θεωρούμε το έθνος - κράτος ως τη βασική μονάδα ανάλυσης και περιγραφής της κοινωνικής διαφοροποίησης. Μ’ αυτή την έννοια πρέπει να υιοθετηθεί ένα θεωρητικό μοντέλο που να προβαίνει κατ’ αρχήν σε μια καθαυτή επίκαιρη ανάλυση των δομών υπερβαίνοντας την παραδοσιακή μαρξιστική φιλολογία για τις κοινωνικές τάξεις και την κοινωνική διαφοροποίησης. Τα μεσοστρώματα που δημιουργούνται με την ανάπτυξη του κράτους - πρόνοιας έχουν μελετηθεί κυρίως ως πολιιτική έννοια και πολύ λιγότερο ως εργαλείο μελέτης της κοινωνικής κατάστασης και του σχεδιασμού της κοινωνικής πολιτικής [30][30]. Χρειάζεται επίσης εκτός από τους παράγοντες των σχέσεων ιδιοκτησίας και ανταλλαγής να ληφθούν υπόψη και οι παράγοντες της εσωτερικής κοινωνικής διαφοροποίησης : πολιτισμικό κεφάλαιο, φύλο, φυλή, εθνοτική ομάδα, ένταξη σε οργανώσεις και θεσμούς, επάγγελμα, επαγγελματική κατάσταση, καταναλωτικά πρότυπα. Έτσι, διασπάται το ρητορικό, κατά τη γνώμη του, πλαίσιο στο οποίο ενοποιούνται ετερογενείς επαγγελματικές ομάδες και συμφέροντα στη μεταβιομηχανική κοινωνία [31][31]. Στη συνέχεια αναπτύσσει τη δική του άποψη για την "ευέλικτη παραγωγή" δεχόμενος το γενικό πλαίσιο της συζήτησης που ανέπτυξε η λεγόμενη "σχολή της ρύθμισης". Ενδιαφέρον παρουσιάζει, ως εκ τούτου, και η θέση του για το "νέο προλεταριάτο", το οποίο εντοπίζεται όχι πλέον με αναφορά κυρίως στο πλαίσιο του έθνους - κράτους αλλά στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης παραγωγής. Το προλεταριάτο μετατρέπεται μέσω αυτών των αλλαγών από μια εθνική κοινωνική τάξη σε μια ευέλικτη δικτυακή κοινωνική οντότητα, δίχως εσωτερική θεσμική και πολιτική συνοχή [32][32]. Η έλλειψη χωρικής συνεύρεσης αλλά και η αδυναμία δημιουργίας νέων θεσμικών δομών και σχέσεων είναι ένα καινούργιο χαρακτηριστικό. Ενώ στο βιομηχανικό καπιταλισμό στα πλαίσια του έθνους - κράτους η εργατική τάξη έλεγχε ως ένα βαθμό τους κόμβους των δικτύων παραγωγής προϊόντων, διακίνησης πληροφοριών και πολιτικής παρέμβασης, σήμερα όλοι αυτοί οι κόμβοι σε διεθνές επίπεδο ελέγχονται από τις νέες άρχουσες καπιταλιστικές τάξεις που στους κόλπους της συμπεριλαμβάνονται ως επί το πλείστον οι ομάδες εκείνες που δημιουργούνται, αναπτύσσονται, αλλά και, το σημαντικότερο, διαλύονται τόσο γρήγορα όσο κι όταν συγκροτούνται, οι διαχειριστές του χρηματοπιστωτικού τομέα και των δικτύων διασύνδεσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Οι κόμβοι των δικτύων βρίσκονται στις σημαντικές Μητροπολιτικές Περιφέρειες (Global Cities) [33][33]. Για το ίδιο το προλεταριάτο το άμεσο μέλλον δεν προβλέπεται ρόδινο. Το προλεταριάτο αυτό μπορεί να περιλαμβάνει ολόκληρους εθνικούς πληθυσμούς που μετακινούνται από χώρα σε χώρα, μπορεί να περιλαμβάνει κομμάτια ή και ολόκληρες πόλεις τόσο της ημιπεριφέρειας όσο και των καπιταλιστικών μητροπολιτικών περιφερειών. Οι μεταξύ τους αντιθέσεις προσλαμβάνονται ως ιδιότυπες ταξικές αντιθέσεις στο βαθμό που δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τους πραγματικούς ταξικούς αντιπάλους τους. Ο βασικός λόγος για την προλεταριοποίηση αυτών των στρωμάτων είναι η χωρική τους τοποθέτηση εκτός επικοινωνιακών δικτύων. Οι περιοχές - γκέτο των καπιταλιστικών μητροπολιτικών περιφερειών (π.χ. New York, Los Angeles, Detroit) είναι οι χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις [34][34]. Aυτό το νέο υπερεθνικό προλεταριάτο διευρύνεται συνεχώς αντλώντας μέλη από διάφορες πηγές. Από την πλευρά της παραγωγής, είναι οι αντισυνδικαλιστικές και αντεργατικές στρατηγικές των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων και οι στρατηγικές αναδιοργάνωσης (re-engineering) των επιχειρήσεων (ανάθεση εργασιών σε τρίτους - οutsourcing, υιοθέτηση ευέλικτων μορφών εργασίας όπως η μερική απασχόληση, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, το φασόν, οι υπεργολαβίες, το sweatshop κ.α.), η στρατηγική της ευέλικτης συσσώρευσης που ανταποκρίνεται στα καταναλωτικά πρότυπα με μικρούς όγκους παραγωγής μεγάλης ποικιλίας προϊόντων. Έτσι επιτυγχάνεται γρήγορη ανακύκλωση του επενδεδυμένου κεφαλαίου, δεν χρειάζεται η ύπαρξη πολλών και μεγάλων αποθηκών για τα εμπορεύματα και με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού αυτοματισμού μπορούμε να μιλάμε για το just - in - time system [35][35]. Για τη διαδικασία αυτή χρειάζονται λιγότεροι εργαζόμενοι και περισσότεροι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Δημιουργείται έτσι μια μεγάλη μάζα ανέργων, υποψηφίων ανέργων και "κατόχων" επισφαλών ή μοιρασμένων από δυο ή περισσότερα άτομα θέσεων εργασίας [36][36] . Ο εφεδρικός στρατός εργασίας, κατά την έκφραση του Karl Marx, έχει διογκωθεί επικίνδυνα θυμίζοντας τις συνθήκες του μεσοπολέμου που οδήγησαν στην άνοδο στην εξουσία του φασισμού και του ναζισμού. Υπό αυτές τις συνθήκες, που διαρκώς ενισχύονται σ’ όλο το μήκος και πλάτος του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, οι συλλογικές πρακτικές και διαδικασίες συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης. Αν σ’ αυτό το σχήμα εντάξουμε και το ιαπωνικό μοντέλο των ομάδων παραγωγής που στηρίζεται στην εξάλειψη , βοηθούσης και της νέας τεχνολογίας της πληροφορικής, μεσαίων διευθυντικών στρωμάτων που σχετίζονται με το γραφειοκρατικό και διαχειριστικό των πληροφοριών τμήμα της επιχείρησης, τότε βλέπουμε ότι δεν υπάρχει και τόσος χώρος για το γραφείο του συνδικάτου [37][37] . Οι εργαζόμενοι που έχουν ακόμη μόνιμη απασχόληση βλέπουν τις μισθολογικές αμοιβές τους είτε να συμπιέζονται σε επίπεδα κατώτερα από το παρελθόν είτε να αποτελούνται από ένα στοιχειώδη σταθερό βασικό μισθό κι επιδόματα και από ένα μέρος που καθορίζεται από τα ποσοτικά αποτελέσματα του λογαριασμού κερδών και ζημιών του επιχειρησιακού ισολογισμού. Οι νέες συνθήκες περιλαμβάνουν τις πολυεθνικές επιχειρήσεις που αναδεικνύονται σε βασικούς και κυρίαρχους πόλους του παγκόσμιου οικονομικού παιχνιδιού μεταφέροντας τμήματα της βιομηχανικής τους παραγωγής σε ανερχόμενες οικονομικές δυνάμεις του λεγόμενου τρίτου κόσμου ή σε χώρες του τέως (αν) υπαρκτού σοσιαλισμού με φτηνά μεροκάματα, στοιχειώδη ή ανύπαρκτη εργατική νομοθεσία και ειμί-ειδικευμένο (και σε μερικές περιπτώσεις ειδικευμένο π.χ. στην Ινδία υπάρχουν πολλοί ειδικευμένοι στην παραγωγή λογισμικού των Η/Υ) προσωπικό. Η εξειδίκευση περιοχών ολόκληρων στον πλανήτη σε συγκεκριμένες τεχνολογικές βιομηχανίες (π.χ. Sillicon Valley της California στις Η.Π.Α.) ή σε συγκεκριμένα μικρομεσαία παραγωγικά μεγέθη (π.χ. Terza Italia) είναι μια εξέλιξη που δείχνει την επέκταση του καπιταλισμού σε νέες περιοχές που ως χτες διατηρούσαν ιδιόμορφες σχέσεις παραγωγής. Οι ευελιξίες της εργασίας στα πλαίσια της ευέλικτης συσσώρευσης είναι : ευελιξία αμοιβών εργασίας, εξωτερική (σε σχέση με την επιχείρηση) ποσοτική εργασιακή ευελιξία, εσωτερική ποιοτική ευελιξία της εργασίας ή ευελικτοποίηση κι αναδιοργάνωση του χρόνου εργασίας και, τέλος, ποιοτική ή λειτουργική ευελιξία της εργασίας.

Ο David Harvey εξηγεί πως στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από το ένα καθεστώς συσσώρευσης στο άλλο αλλάζει ή μάλλον διευρύνεται τόσο η έννοια του χώρου όσο και η έννοια του χρόνου. Η αντανάκλαση της μεταβολής της έννοια του χωροχρόνου γίνεται φανερή τόσο στην ίδια μας την καθημερινή ζωή όσο και στις αντιλήψεις μας. Η κίνηση κεφαλαίων, για παράδειγμα, που ήδη σήμερα διεξάγεται από το Τόκιο στο Λονδίνο και από τη Νέα Υόρκη στο Αμβούργο με ταχύτητες που ξεπερνούν τα nanosecond ανά συναλλαγή απαιτεί ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων και ανθρώπων (λογιζομένων κι αυτών ως εμπορευμάτων ως κατόχων της ιδιότητας των εργατικών χεριών) . Μια άλλη διάσταση, ως εκ τούτου, που διανοίγεται μπροστά μας είναι αυτή της υπεραυτονόμησης του ίδιου του χρηματοπιστωτικού τραπεζικού συστήματος από την βιομηχανική παραγωγική βάση της οικονομίας [38][38] . Οι χρηματαγορές σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν, με τις ευαισθησίες τους στις διακυμάνσεις των τιμών των νομισμάτων, των επιτοκίων και των μετοχών, τις τύχες ανθρώπων, οικονομιών και κρατών. Ο τομέας των υπηρεσιών είναι ο οικονομικός τομέας εκείνος που αυξάνει τις θέσεις εργασίας σε αντίθεση με τον αγροτικό και το βιομηχανικό λόγω της αλλαγής τόσο σα καταναλωτικά πρότυπα όσο και στην τεχνολογία[39][39].

Η κυρίαρχη ενιαία νεοφιλελεύθερη σκέψη θεωρεί αδύνατη την καταπολέμηση της μαζικής αυτής ανεργίας μέσω δημοσίων δαπανών ή γενικευμένης μείωσης του χρόνου εργασίας επικαλούμενη την ανάγκη δημοσιονομικής πειθαρχίας και διατήρησης των ανταγωνιστικών προτύπων και επιχειρησιακών κερδών [40][40]. Προτείνεται έτσι μια γκάμα τρόπων διαχείρισης της ανεργίας αντί για αντιμετώπισή της ως προβλήματος στρατηγικής κοινωνικής πολιτικής, η μετατροπή της υποχρέωσης του κράτους για την εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης - κοινωνικού δικαιώματος στην αμειβόμενη εργασία - σε εξασφάλιση του δικαιώματος των πολιτών στην ικανότητα προς απασχόληση [41][41] oι οποίοι και υποχρεώνονται πλέον στην εξεύρεση απασχόλησης με δική τους ευθύνη [42][42] . Έτσι θεωρείται από την κυρίαρχη ιδεολογία ότι το πρόβλημα της ανεργίας είναι αποτέλεσμα της μειωμένης "απασχολησιμότητας" του εργατικού δυναμικού. Σύμφωνα με τον Bernard Gazier [43][43] σημαίνει "ικανότητα προς απασχόληση". Τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν στο σύγχρονο κοινωνικό πλαίσιο του καπιταλισμού τα άτομα όσον αφορά στην πρόσβασή τους στην απασχόληση αντιμετωπίζονται με πολλές εκδοχές : ιατρική, ψυχολογικό-κοινωνικό-πολιτισμική, οικονομικό-στατιστική. Η πρώτη αντιμετωπίζει μόνο την ατομική πλευρά του προβλήματος. Η δεύτερη αναφέρεται στα προβλήματα πρόσβασης ενός μεγάλου αριθμού μη προνομιούχων ομάδων και κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη αλλά και στη Βόρεια Αμερική προωθήθηκε από τις πιο προοδευτικές, τηρουμένων των αναλογιών, πολιτικές ομάδες κι οργανώσεις εντός του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας. Η τρίτη εκδοχή συνοψίζει τις δυσκολίες αναβάθμισης ορισμένων ομάδων, που εκτιμώνται με τη μέση διάρκεια ανεργίας των μελών τους, χωρίς τον αποκλεισμό και των ατομικών διαστάσεων του προβλήματος[44][44], που εκτιμώνται με "επίπεδα απασχολησιμότητας" κι έχουν ως αφετηρία μια δημογραφική προσέγγιση. Υπάρχουν ακόμη δυο εκδοχές. Η Βρετανική διχοτόμηση "απασχολήσιμου" και "μη απασχολήσιμου" ανθρώπου οι όροι της οποίας αντιστοιχούν στην "αγορά" και στην "πρόνοια". Χρησιμοποιήθηκε από τον F. Roosevelt στην εκπόνηση της στρατηγικής του New Deal. Τέλος, η νέα βορειοαμερικανική εκδοχή επαναφέρει τα ατομικά κριτήρια απασχολησιμότητας στην επικαιρότητα σχετίζοντάς τα όμως μόνο με την κατηγορία των μακροχρόνια ανέργων. Στόχος είναι η βελτίωση της "ικανότητας προς απασχόληση" ώστε να αποκατασταθούν οι προϋποθέσεις ενδεχόμενης επανένταξης, μέσω της αντιμετώπισης των διαδικασιών αποκλεισμού και αποκοινωνικοποίησης. Συμπεραίνουμε από τα παραπάνω ότι στις σύγχρονές μας καπιταλιστικές κοινωνίες της Δύσης που μαστίζονται από τους υψηλούς δείκτες ανεργίας ότι οι πολιτικές που ακολουθούνται από τις κυβερνήσεις έχουν ως αφετηρία τους την αναγνώριση της ανυπαρξίας ριζικών συλλογικών λύσεων στο πρόβλημα και την ανάδειξη ατομικών κριτηρίων : ο άνθρωπος πρέπει σε όλες τις κρίσιμες στιγμές της ζωής του να αναπτύσσει ατομικές στρατηγικές επιβίωσης μέσα στην αενάως μεταβαλλόμενη κοινωνική πραγματικότητα.

Ο Bill Gates, ιδρυτής της Microsoft, της μεγαλύτερης εταιρείας παραγωγής και εμπορίας λογισμικού στον πλανήτη, είναι η χαρακτηριστικότερη των περιπτώσεων των μελών αυτής της νέας άρχουσας τάξης, των διαχειριστών των δικτύων διασύνδεσης ηλεκτρονικών υπολογιστών. Οι απόψεις του δεν διεκδικούν κάποιο ιδιαίτερο θεωρητικό κύρος αλλά, εν τούτοις, είναι χαρακτηριστικές. Μιλάει κι αυτός για νέου τύπου καπιταλισμό και τον ονοματίζει κιόλας & "καπιταλισμός χωρίς τριβές" [45][45]: «Η διασύνδεση Ρ.C. και Internet θα μειώσει κυρίως το "κόστος τριβής" του καπιταλισμού - το πρόβλημα της αντιστοιχίας μεταξύ αγοραστών και πωλητών». Στόχος της διασύνδεσης είναι να οδηγήσει «τον καπιταλισμό, παγκοσμίως, σε νέα επίπεδα αποτελεσματικότητας και θα κάνουν τον κόσμο πολύ μικρότερο». Ο συνομιλητής το Gates, o Μ. Δερτούζος τονίζει πως «παρά τις θετικές πλευρές του, πιστεύω πως, αν το κίνημα της πληροφορικής αφεθεί στην τύχη του, θα εντείνει το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς. Η καλύτερη πληροφόρηση βοηθάει τον πλούσιο να παρέχει και να αποκτά αγαθά και υπηρεσίες με μεγαλύτερο κέρδος. Αυτός είναι ο "χωρίς τριβές καπιταλισμός" για τον οποίο μιλάει ο Μπιλ Γκέητς, και ο οποίος κάνει τον πλούσιο πλουσιότερο. Ο φτωχός δεν μπορεί να αντεπεξέλθει οικονομικά στις τεχνολογίες και στην εκμάθησή τους. Κι έτσι μένει πίσω»[46][46].
http://www.geocities.com/aristeroklik/home.html Συνέχεια
[1][1] Γυρίστηκε δυο χρόνια πριν από την κατάργηση και το γκρέμισμα του "τοίχους του αίσχους" του Βερολίνου και την ενοποίηση των δυο Γερμανικών κρατών το 1990.
[2][2] Με τα δικά της λόγια : «Πρόταγμα και νοσταλγία είναι εντελώς διαφορετικά, αλλά ταιριάζουν γιατί το παρόν τρέφεται από το μέλλον και το παρελθόν». Βλ. Heller A., 1993-4, o.ε.π.,σ.25
[3][3] Βλ. Smart B., 1993, ο.ε.π., σ.15
[4][4] Ο J.Habermas σημείωσε πριν από 16 χρόνια ότι «η συνείδηση μιας εποχής που σχετίζει τον εαυτό της με το παρελθόν ... ούτως ώστε να θεωρήσει τον εαυτό της ως το αποτέλεσμα μιας μετάβασης από το παλιό στο νέο» είναι αυτό που εκφράζεται ουσιαστικά από την ιδέα της νεοτερικότητας. Βλ. Habermas J., 1981, ο.ε.π., σ.3, ειδάλλως βλ. παραπομπές κειμένου Smart B., 1993, o.ε.π., σ.15.
[5][5] Βλ. Τoynbee A., 1954, και αναφορά σ’ αυτόν και τις απόψεις του στο Smart B., 1993, ο.ε.π., σ.σ. 24-5
[6][6] Πώς ορίζεται ο επιθετικός προσδιορισμός του λόγου της νεοτερικότητας ως εργαλειακός και ποιος είναι ο μη εργαλειακός ; Μέχρι πού μπορεί να φτάσουν ορισμένες αντιδράσεις προς την εργαλειοποίηση του λόγου της νεοτερικότητας (πχ εθνικισμός) ; Βλ. Ψυχοπαίδης Κ., 1995 και 1996 ο.ε.π. , σ.σ. 53-66 και 9-28 αντίστοιχα.
[7][7] Την αντίθεσή του στις μεταβιομηχανικές αισθητικές αντιλήψεις και ηθικές περί εργασίας ο ίδιος αναπτύσσει στο Bell D., 1976, ο.ε.π. Η εκτίμηση που παραθέτω μη έχοντας διαβάσει το βιβλίο αυτό βρίσκεται στο Featherstone M., 1992, ο.ε.π. σ.σ.275-82.
[8][8] Προφανώς αναφέρεται στην κρίση της Pax Americana που ήδη διαφαινόταν στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 όταν ήδη οι οικονομικές επιδόσεις των αμερικανικών βιομηχανιών έπεφταν από το κακό στο χειρότερο. Βλ. Εco U., 1987, ο.ε.π., σ.σ.64-80
[9][9] Κατά μιαν άλλη εκδοχή θα μπορούσαμε να μιλάμε για "αυτοπαθή εκσυγχρονισμό". Επειδή όμως θα ήταν μια πιο γραμματική αυτή η ερμηνεία με κίνδυνο να μη γίνεται καθαρή η εικόνα της κοινωνικής αναδιάρθρωσης που επιχειρεί ο Beck (1993) να σκιαγραφήσει θα χρησιμοποιηθεί η απόδοση του όρου reflexive modernization από τη Γερμανική έκφρασή του όπως την παρουσιάζουν η Αριάδνη Αλαβάνου και ο Κών/νος Καβουλάκος επιμελήτρια και μεταφραστής του έργου του Beck U., 1996, ο.ε.π. σελ. 49 (βλ.και πρόλογο Ν. Κοτζιά στο ίδιο σ.σ. 13 - 44) : «αποδίδω τους όρους reflexiv και Reflexivitaet ως ανακλαστικός και ανακλαστικότητα αντίστοιχα. Με τους όρους αυτούς ο Μπεκ προσδιορίζει την έννοια της νεωτερικότητας και του εκσυγχρονισμού, διαφοροποιώντας όμως τη σημασία τους από την παραδοσιακή σημασία που έχει ο όρος Reflexion (και Selbstreflexion) ως αναστοχασμός (και αυτοστοχασμός). Πολύ γενικά, η διαφορά μεταξύ ανακλαστικότητας και αναστοχασμού (με τη σημασία που έχουν στο παρόν βιβλίο) αναλογεί στη διαφορά μεταξύ ακούσιου, μη συνειδητού και εκούσιου, συνειδητού. Η διαφορά μεταξύ της ανακλαστικότητας και του αναστοχασμού ξεκαθαρίζεται από τον ίδιο τον Μπεκ παρακάτω (Σ.τ.Μ.)».
[10][10] Ιbid, σελ.97.
[11][11] Pastiche= (απο)μίμηση//συρραφή διαφόρων μελωδιών, ξεν. ποτ - πουρί, σύμφωνα με το Αγγλο-Ελληνικό Λεξικό, 1989 Penguin-Hellenews, Αθήνα. Σύμφωνα με το Collins English Dictionary πρόκειται εκτός από την περίπτωση του έργου τέχνης που αναμιγνύει στυλ, υλικά κλπ. και για την περίπτωση που ένα έργο που μιμείται το στυλ ενός άλλου καλλιτέχνη ή περιόδου. Για τις απόψεις του περί pastiche βλ. Jameson F., 1988, ο.ε.π.,σ.σ. 13-29.
[12][12] Βλ. Κellner D., 1992, ο.ε.π., σ.σ.143-5
[13][13] Βλ. Featherstone Mike, 1992, ο.ε.π.268-75 περί των τριών τρόπων με τους οποίους γίνεται αισθητή η αισθητικοποίηση της καθημερινής ζωής.
[14][14] Bλ. Baudelaire C., 1964, ο.ε.π., σ.σ. 1-13
[15][15] Βλ. Simmel G., 1977, ο.ε.π. , σ.σ. 21-48 και 545-603
[16][16] Βλ. Βenjamin W., 1973, o.ε.π. σ.σ. 169 και 194 και Featherstone M., 1992, o.ε.π., σ.σ. 276-7.
[17][17] Βλ. Habermas J., 1981, o.ε.π. σ.σ. 4-7 όπου αναπτύσσει βασιζόμενος στη θεωρία του Max Weber περί νεοτερικότητας την έννοια της "διαφοροποίησης".
[18][18] Βλ. Stallybrass P. & White A., 1986, o.ε.π. και περιληπτικά Featherstone M., 1992, o.ε.π., σ.σ. 282-6.
[19][19] Βλ. Aglietta A., 1979, ο.ε.π., σ. 380. Για περισσότερες λεπτομέρειες και κριτικές παρατηρήσεις για τη θεματολογία της σχολής της ρύθμισης βλ. Bonefeld W. & Holloway J. (1994), Λυμπεράκη Α. & Α.Μουρίκη (1996), Βοyer R. (1989), Lipietz A. (1990), Γεωργακοπούλου Β.(1995).
[20][20] Για μια συνολική κριτική της σχολής της ρύθμισης αλλά και των επί μέρους απόψεων των "μελών" της, βλ. Μαυρουδέας Σ., 1994, ο.ε.π., σ.σ. 199-243.
[21][21] Βλ. Μαυρουδέας Σ., 1994, ο.ε.π. αλλά και Wood E., 1986, o.ε.π. σ.σ. 60 - 78 και Ψυχοπαίδης Κ., 1994, ο.ε.π. ιδιαίτερα τις σ.σ. 271-6 όπου ασκεί κριτική στο πέρασμα από το στουκτουραλισμό στο γυμνό αυθορμητισμό.
[22][22] Bλ. Hirsch J., 1994, o.ε.π., σ.σ. 21-2
[23][23] Για μια κριτική επισκόπηση των θεωριών της εξατομίκευσης και της απουσίας της συλλογικότητας βλ. Martinez Lucio M. & Stewart P., 1997, ο.ε.π., σ.σ. 49 - 79.
[24][24] Για την προβληματική περί των πρακτικών συλλογικής κατανάλωσης και των διαφορετικών μορφών βλ. Σαγιάς Ι. & Σπουρδαλάκης Μ., 1993, ο.ε.π. , σ.σ. 413-43.
[25][25] Βλ. Harvey D., 1990, ο.ε.π.
[26][26] Κατά τους Lash Sc. & J. Urry, 1987, ο.ε.π., σ.σ.5-7, έχουμε να κάνουμε με τη φάση του "αποδιοργανωμενου καπιταλισμού" που διακρίνεται από 14 βασικά σημεία διαφορά από την προηγούμενη φάση του οργανωμένου καπιταλισμού που είναι η φάση του φορντισμού και του κράτους πρόνοιας.
[27][27] Βλ. De Rosnay J., 1997, o.ε.π., σ.σ. 32-34 και του ίδιου, 1995, ο.ε.π.,σ.σ. 22-24 «Σύμφωνα με μια τέτοια οπτική το παλαιό ερώτημα για τη φύση του "ανθρώπου του μέλλοντος" παίρνει άλλο νόημα. Ούτε υπεράνθρωπος, ούτε βιορομπότ, ούτε υπερμηχανή λογιστική ούτε μεγαμηχανή, ο άνθρωπος του μέλλοντος θα είναι απλώς ο συμβιωτικός άνθρωπος, σε στενή συνεργασία - αν γίνεται να τον κατασκευάσουμε - με το κοινωνιακό σύστημα που τον έχει εξωτερικεύσει από την ευφυΐα του, τις αισθήσεις, τις δυνάμεις του. Ένας υπεροργανισμός που γαλουχείται, ζώντας τη ζωή των κυττάρων, αυτών των νευρώνων της Γης στην τροχιά της οποίας βρισκόμαστε» (σελ.23).
[28][28] Βλ. De Rosnay J., 1997, o.ε.π., σ.24
[29][29] Βλ. Χτούρης Ν. Σ., 1997, ο.ε.π. σ.σ. 15 - 99 καθώς και σ.σ. 103 - 196 για τις νέες σχέσεις πόλης και κοινότητας στην εποχή των τηλεματικών δικτύων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η "εθνογραφική" ξενάγηση του συγγραφέα στις "υπο - κουλτούρες" που εντοπίζονται στον κυβερνοχώρο και για πρώτη φορά σε ελληνικό βιβλίο υπάρχουν τόσες αναφορές και παραπομπές σε κείμενα και σελίδες που βρίσκονται "αναρτημένες" σε αντίστοιχες ηλεκτρονικές διευθύνσεις του World Wide Web (Παγκόσμιο Δίκτυο).
[30][30] Βλ. Χτούρης Σ.Ν., 1997, σ.σ. 39 - 45.
[31][31] Ο Σ. Χτούρης προτρέχει εδώ. Δέχεται ως δεδομένη την έννοια της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, γι’ αυτό και δεν παραπέμπει βιβλιογραφικά καθόλου στην αρχική συζήτηση περί μεταβιομηχανικής κοινωνίας (Bell, Toynbee κλπ). Την έννοια του "δικτυακού καπιταλισμού" την εξηγεί παρακάτω.
[32][32] Βλ.Χτούρης Σ., 1997, ο.ε.π., σελ. 49.
[33][33] Ibid σ.σ. 46 - 80.
[34][34] Βλ. Lash S. & J. Urry, 1994, o.ε.π. σ.σ. 145 - 170.
[35][35] Just-in-time = σύστημα ελέγχου αποθεμάτων, σύμφωνα με το οποίο τα υλικά προγραμματίζονται να φθάσουν όταν ακριβώς χρειάζονται στη γραμμή παραγωγής. Τα συστήματα just-in-time είναι σχεδιασμένα ώστε να περιορίζουν το επίπεδο αναγκών σε αποθέματα στο μηδέν. Συχνά αυτά τα συστήματα αναφέρονται ως "συστήματα χωρίς αποθέματα" ή "συστήματα μηδενικών αποθεμάτων" ή "συστήματα Kanban". Κεντρικό στοιχείο τους είναι ότι οι προμηθευτές παραδίδουν τα υλικά ακριβώς τη στιγμή που είναι απαραίτητα, μειώνοντας έτσι τις ανάγκες αποθεμάτων σε πρώτες ύλες στο μηδέν. Τα υπό κατεργασία προϊόντα ελαχιστοποιούνται, επειδή παράγονται την κατάλληλη στιγμή που χρειάζονται στο επόμενο στάδιο παραγωγής. Τα αποθέματα τελικών προϊόντων ελαχιστοποιούνται επίσης με το να αντιστοιχίζεται η παραγωγή τους με τις ανάγκες πωλήσεων. Έτσι, η επιχείρηση μειώνει δραστικά τα έξοδά της, αφού μειώνει τα έξοδα τήρησης αποθεμάτων (αποθήκευση, συντήρηση, κόστος κεφαλαίου κλπ.). Τα συστήματα αυτά εφαρμόστηκαν πρώτα στην Ιαπωνία και ήταν τέκνα της ανάγκης οικονομιών μετά τον πόλεμο, αλλά αργότερα η εφαρμογή τους επεκτάθηκε στη Β. Αμερική και τη Δ. Ευρώπη.
[36][36] Βλ. Βαλλιάνος Χ., 1997, ο.ε.π., σ.σ. 119 - 132 και Κατσορίδας Δ., 1997, ο.ε.π., σ.σ. 133-8
[37][37] Για το Ιαπωνικό μοντέλο βλ. Γεωργακοπούλου Β., 1996, ο.ε.π. και για τους στόχους της ιαπωνικής αστικής τάξης βλ. Κennedy P, 1994, o.ε.π., 243 - 279.
[38][38] Bλ. Κennedy P., 1994, o.ε.π, σ.σ. 116- 141.
[39][39] Βλ. Rifkin J., 1996, ο.ε.π.
[40][40] Βλ.Καραμεσίνη Μαρία, «Απασχολούμενος ; Όχι, απασχολήσιμος !» στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ, 6.7.1997, σ.σ. 3-4 ενθέτου «Εντός Εποχής».
[41][41] Πρόκειται δηλαδή για την υποβάθμιση ενός κοινωνικού δικαιώματος σύμφωνα με τον ορισμό του Marshall T.H., 1995, ο.ε.π.
[42][42] Το πρόβλημα της μαζικής ανεργίας των πτυχιούχων των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων διαψεύδει το μύθο της απασχολησιμότητας. Για το ζήτημα της ανεργίας των νέων και των πτυχιούχων βλ. Γεωργιάδου Β., 1997, ο.ε.π. σ.σ.19-22.
[43][43] Βλ. Gazier B., (1989),«L’ envers du plein emploi. Elements d’ analyse epistèmologique des normes d’ employabilité>> in Economies et Societé, no. 12, απόσπασμα του οποίου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ (6.7.97)μεταφρασμένο από τη Μ.Καραμεσίνη και με τίτλο «Ικανότητα προς απασχόληση» (ένθετο «Εντός Εποχής» σ. 4.
[44][44] Ο Gazier σημειώνει πως είναι Γαλλική εκδοχή και η οποία αποδίδεται στον Ρ. Λεντρύ.
[45][45] Βλ. Γκέητς Μπ., 1997, ο.ε.π. σ.σ. 62 - 6 και Γκέητς Μπ. & Μ. Δερτούζος, 1997, ο.ε.π., σ.σ. 67 - 71.
[46][46] Βλ. Δερτούζος Μ., 1997, ο.ε.π., σελ. 72.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΠΟΙΟΥΣ ΛΥΠΑΜΑΙ....

ΠΟΙΟΥΣ ΛΥΠΑΜΑΙ....


e-Διαφήμιση