Γι' αυτό γεννήθηκες ΕΛΛΗΝΑ !

Γι' αυτό γεννήθηκες ΕΛΛΗΝΑ !

AN...

AN...

Η ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΘΕΝ....


Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ

Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ

31 Ιουλ 2007

Ε Ι Μ Α Σ Τ’ Ε Μ Ε Ι Σ . . .


Είμαστ’ εμείς..!
Εμείς; Ποιοι εμείς; Μας ρωτάτε εσείς!
Εσείς; Ποιοι εσείς; Σας ρωτάμε εμείς! Οι τρανοί και σκληροί;
Είστ’ εσείς που αλλάζετε τoν ρου της ζωής, της γης μας τροχιά;
Λοιπόν! Να! Και εμείς και εσείς να τα πούμε ξανά και βάλτε υποστυλώματα στη σάπια ζυγαριά
Θ’ αντέξει το μεγάλο βάρος;
Πάνω σ’ αυτό είμαστ’ εμείς κι έχουμε λόγους ν’ αμφιβάλλουμε! Να μη σας πιστεύουμε και να νιώθουμε κάποιο οίκτο για σας
Λοιπόν! Ακούστε!
Στο λυκόφως τούτου του αιώνα έχουμε το θάρρος και την τόλμη ν’ απολογηθούμε μπροστά στα μάτια τούτου του κόσμου που είναι γύρα μας και προέρχονται απ’ όλα τα σημεία της Ηπείρου μας, αλλά και πέρα απ’ αυτή
Και όλων μας τ’ αφουγκράσματα είναι ίδια, σαν μια σταγόνα
πεντακάθαρου νερού και μπορούμε ανά πάσα στιγμή να βλέπουμε τα πρόσωπά μας και να τα διατηρούμε σαν κρύσταλλα

Είμαστ’ εμείς η πρώτη, που γίναμε και η δεύτερη και η τρίτη, γενιά
Είμαστ’ εμείς οι παρακατιανοί, ξένοι για σας τούτης της γης,
παράσιτα και μιας άλλης κατηγορίας άνθρωποι που σας μιλούμε
Νηστικοί στους τόπους μας και ημίγυμνοι,
μα χορτάτοι από ήλιο, αέρα, κάλλος, νιότη και δύναμη
Κι είσαστ’ εσείς από πολλά σημεία του ορίζοντα
που μας ανοίξατε τις πόρτες και μας πήρατε όλους εμάς
της πρώτης μας γενιάς και μας δώσατε ψωμί

Κι ήμασταν μία γενιά παρθενική για τη μοντέρνα, υπερσύγχρονη εκμετάλλευση
Όταν μάθατε πως μέσα μας κρύβαμε μια δύναμη
Σπεύσατε ολοταχώς στα ρηχά παζάρια για να μας αγοράσετε
Για ν’ αποχτήσετε μια δύναμη ακριβότερη από κάθε μέταλλο κι ορυκτό όπου στα έγκατα της γης μας βάλατε κι εμείς τα βγάλαμε
Ήταν για μας, όταν του τόπου μας συμπατριώτες σας είπανε
ότι το κόστος μας θα ήτανε μικρό, τα κέρδη σας μεγάλα
Κι ότι απ’ αυτά τα κέρδη θα έπρεπε να ζήσουνε και αυτοί
Ξενοπραματευτάδες, τους είπαμε εμείς κι ήταν,
για την πατρίδα μας την Ελλάδα απ’ όπου προερχόμαστε,
άρπαγες, κλέφτες, ανάξιοι και μικροπρεπείς
Γιατί μοιράσανε τα κάλλη τους σε ξενικούς ανέμους κι άνοιξαν δρόμους μισεμού
Όταν οι ίδιοι, τότε, άνεμοι μας κάνανε να μείνουνε έρημοι,
μόνοι, απροστάτευτοι, έρμαια των πραγμάτων
Μέσα από κείνο το κακό βγήκαν πολλοί άμυαλοι και ξάλαφροι
από ίσκιο
Επηρεασμένοι απ’ τις μεγάλες επιδρομές των σφοδρών ανέμων όπου και σπάσανε
Άλλοι λυγίσανε, άλλοι βογκήξανε, άλλοι χαθήκανε, άλλοι χαλαστήκανε και άλλοι, απ’ τη μεγάλη ζαλάδα της φωτιάς, λιποψυχήσανε και μας πουλήσανε
Είμαστ’ εμείς, φυντάνια τότε που είδαμε από κοντά και αυτούς που σπέρναν τη φωτιά, και αυτούς που την τάιζαν, που την αγόραζαν και την πουλούσαν και αυτούς που την τρώγανε
Κι ήταν τότε που ο χάρος είχε κουραστεί, είχε νικηθεί
κι είχε νοιαστεί να φύγει
Καθώς οι πολλές σκιές απ’ τις γερμένες αγχόνες χαράκωναν τη γη και του σήκωναν την τρίχα
Και οι απόηχοι κρότων και κραυγών ηχούσαν ζωντανοί
και τα ουράνια στοιχειά είχαν φαρμακωθεί
Ακράτητη και μεγάλη η απορία του πολυταξιδιάρη είχε επικεντρωθεί κάτω στη μαύρη γη, αγνώριστη του φάνηκε,
μια απ’ του ανθρώπου-χάρου παρουσία και απ’ το μαύρο
του σπαθί, ντρέπονταν να φανεί
Και το φεγγάρι αγέλαστο έγερνε σαν καντήλι
Να ντύνεται ωστόσο αργυρά, άλλοτε με ασήμι και άλλοτε
γαλατένιο να χύνεται στη φύση
Και να φεγγρίζουν στ’ άστραμμα οι ματιές των μισοπεθαμένων
Και αυτών που είχαν κρεμαστεί να μένουν γυαλωμένες με μια γυαλάδα που άφησε του χάρου το σπαθί απ’ την οικτρή του ήττα που είχε νικηθεί
Τους πήρε τα κορμιά,
χάρτινοι πύργοι στα χέρια του γίνανε και στάζανε από αίμα
Κι ήταν χάρος ανθρώπινος, μεταμφιεσμένος με μαύρα ράσα
του τόπου μας και ξένα
Μύριες οι σκιές που έπεφταν και αμαύρωναν τη γη
Κι ήταν σκιές λεύτερων, που κείτονταν νεκροί
Καθώς στα γύρα μνήματα και στους πολλούς σταυρούς μας
κάμποσοι μισοζώντανοι με φόβο και προφύλαξη
είχανε μαζωχτεί κι αυτοί να φυλαχτούν,
να ξεκρεμάσουν και τους νιους
και τις ψυχές να φλάξουνε που ’χαν ξεσηκωθεί
Κι εκεί, καθώς η σελήνη έχυνε μια γαλατένια λάμψη
και φέγγριζαν τα πτώματα σαν πέτρες ξεπλυμένες
Έμοιαζε, ω ναι, έμοιαζε σαν ποταμιά, που μόλις είχε σβήσει
τη λύσσα του χείμαρρου, άσπονδη και σφοδρή
που όσο και αν ούρλιαξε,
πέτρες μεγάλες και μικρές δεν μπόρεσε να σύρει
και μείνανε εκεί
Και κει, σαν πέτρες μοναχά και καταριζωμένα, στέκονταν
τα κορμιά, άλλα που ήταν γέρικα και άλλα που ήταν νια
Εκεί, άγρια και ακατάπαυστα έσκουζε κι ο αγέρας
Και ράπιζε απάνω τους φωνές, κρότους και κλάματα,
φύλλα, ξύλα και χώμα
Μα πιο πολύ δεχόμασταν τρόμο κι απελπισία απ’ τα στριγκά αλυχτήματα που μας ξεσήκωνε το νου μας και την τρίχα
Κι η νύχτα παγερόχνωτη γινόταν, η καημένη, την αρμονία έχανε,
μες στην αντράλα χάνονταν του φεγγαριού τροχιά
απ’ το θεριό που έσπερνε γύρα μας την οδύνη,
μέχρι κι αυτό δεν άντεχε, γκρεμίζονταν στη δίνη
Τι κόλαση, Θεέ μου, που ήτανε αυτός ο χαλασμός!
Κι είμαστ’ εμείς παιδιά ακόμα αμούστακα και άλλα πιο μικρά,
άλλα που δεν προλάβανε γάλα να βυζάξουν, τ’ άμοιρα,
ούτε μια καταπιά
Είμαστ’ εμείς που έλαχε να περιμαζώξουμε ψυχές απ’ τις ψυχές μας, κορμιά απ’ τα κορμιά μας, καρδιές που ’χαν ματώματα και ήταν της καρδιάς μας,
μετά από την ταραχή που έφερνε αφόρητη αντράλα
Κι ήμασταν παιδιά, όταν αντικρίσαμε το πιο μεγάλο δρεπάνι του χάρου να ζωγραφίζει στους δρόμους, στις πλατείες κι απάνω στις φουσκωμένες κοιλιές των παιδιών την κακιά κι αχόρταγη θεά της πείνας και να σέρνει μαζί και την άλλη της αρρώστιας,
και την άλλη της απόγνωσης και την άλλη της τρέλας
Σαν το κακό πια χάθηκε, βγήκαμε σαν μυρμήγκια,
κάτω απ’ του ήλιου τις ματιές που πόναγε ακόμα
κι ένα φεγγάρι μάρτυρα π’ άφηνε την οργή του,
τόσα που είδαν τα μάτια του πόνεσε η ψυχή του!
Μέσα στις στάχτες ψάχναμε κι ό, τι βρεθεί να χάψουμε,
σταλιά να στυλωθούμε, κοντά ν’ αρχίσει η δόμηση μίας διαπραγμάτευσης για κείνη τη φυγή
Κι η ποταμιά ξανάρχισε γλυκά να κελαρύζει κι όλες τις πέτρες με στοργή και θέρμη να ποτίζει
Οι ρίζες των να μπουν πιο βαθιά ν’ αντέχουν στους χειμάρρους
και στις ανεμοθύελλες κι ορέξεις των τυράννων
Αυτά τα λέμε εμείς, όπου τα ζήσαμε ωμά και μπήκαν στην ψυχή μας και ανδρωθήκαμε μ’ αυτά και έγιναν προσευχή μας
Ένα: «Ποτέ πια!» Μην ξαναρθεί κανένα απ’ τα χτικιά που χάλασαν την άνοιξη και φέραν καταχνιά
Κι αφού χάθηκ’ ο χαλασμός και έλαμψε ο ήλιος, γέφυρα κάναμε εμείς, τα ίδια τα κορμιά μας και τη συγνώμη αφήσαμε να τρέξει σαν το γάλα
Είμαστ’ εμείς, όπου μας βάλανε απάνω στο στρατί κι οδεύσαμε
να φτάσουμε στη νίκη, να φέρουμε μηνύματα σα να ’μαστε
Ιεροκήρυκες, σαν άγιοι Απόστολοι που μίλαγαν ασταμάτητα
γι’ αγάπη και ειρήνη
Και ξεσκονίσαμε, καθώς οδεύαμε στους δρόμους τους πλατιούς κι άπλετα φωτισμένους, τις σκόνες και το θειάφι
Κι όπως το χαμογέλι μας, που ήτανε μπουμπούκι και είχε σφιχτά κλειστεί, τα σφαλισμένα πέταλα άνοιξε στη στιγμή και άνθισε και έτρεξε παντού να χαριστεί
Και αντάμα με μας κι άλλοι, αλλόθρησκοι και ξένοι,
που δεν πέρασαν λιγότερα από μας
Κι ανάμεσα απ’ τους ξένους δεν έλειψαν κι οι ντόπιοι
και κάμποσοι απ’ αυτούς που πέρασαν χειρότερα από μας,
τίμιοι και αγωνιστές, για το καλό το γενικό ξεχώρισαν
Σαν βέλη κόκκινου πυρός, μέσα στα μαύρα τ’ ουρανού εκτοξεύτηκαν και τα διέλυσαν
Μαζί μπερδέψαμε τις ανάπνες μας και είδαμε πως είμαστε
απ’ το ίδιο κράμα
Είμαστ’ εμείς, όλοι μαζί ντόπιοι και ξένοι, που αντιπαραθέσαμε το μεγαλείο της ψυχής μας και το κάλλος
Κάτι που μερικοί δε θέλουν να το παραδεχτούν κι ούτε να το χωνέψουν κι ας πέρασαν δεκάδες χρόνια!
Είμαστ’ εμείς, που σηκώσαμε κοντά με το δικό μας βαρύ σταυρό και τον δικό τους, και των δώθε και των κείθε,
έχοντας μια αόρατη κορδέλα στο λαιμό γραμμένη με πέντε σοφά και ανεξίτηλα γράμματα τη λέξη, Ξένος!
Κι όταν ακόμη για τη δική μας συνεισφορά που τη δώσαμε όλοι
δε μίλησε κανείς, εμείς λέγαμε και λέμε
Πως της ζωής τα πειράματα είναι ανεπίτρεπτα και επικίνδυνα
Το μόνο της σχολειό και επιτρεπτό είναι κανείς να διδάσκεται
κι ύστερα να διδάσκει

Είσαστ’ εσείς, μαζί και άλλοι όμοιοι στα χνώτα και στις τάξεις, που χωρίσατε τον κόσμο στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είσαστ’ εσείς, που σηκώσατε ντουβάρια μαντρώνοντας πλήθη
Και τα ρίξατε οι ίδιοι μια μέρα για να δείτε με τα μάτια σας,
πως τα ηφαίστεια δεν γίνονται μόνο μέσα στη γη και δεν ξερνούν τη συνηθισμένη λάβα
Μα μια άλλη, με ποικίλα πρόσωπα μιας καινούριας πραγματικότητας
Είσαστ’ εσείς, που φροντίσατε ό, τι οι πόλεμοι δε φρόντισαν να κάνουν, όταν απ’ τα τείχη, αλλά και από άλλες ανοιχτές μεριές, χύθηκε στα πλάτη η ανημπορία σας, η εκμετάλλευση και η δολιοφθορά σας μεταμφιεσμένη και σκεπασμένη με τα βρώμικα πέπλα του εγκλήματος, της πορνείας, του λευκού θανάτου,
της διάκρισης, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας
Και ανάμεσα στα παραπάνω, που δεν είναι παρά κόκκοι,
φέρατε και τα παράλληλα:
την ανεργία, την φτώχεια και των πλούσιων αισχρή ασυδοσία
Κι αν πάμε και στα παρακάτω πλάτη
θα δούμε να μεγαλώνει η δυστυχία,
που όπως και να το κάνουμε, θα γίνει και δική σας
Εμείς, κι αν δυναμώσει, δεν έχουμε ανάγκη. Αντέχουμε!
Γνωριζόμαστε μαζί της και δέσαμε μεγάλα κομμάτια της ζωής μας
Εσείς, τι θα κάνετε όταν μια μέρα σας χτυπήσει την πόρτα;
Θα φροντίσετε να φυλάξετε άραγε τα παιδιά σας;
Μέσα απ’ αυτό το σύμπλεγμα θα μπορέσουν να οδηγήσουν
τα έθνη, πού;
Στο εδώλιο ή στην ανομία;
Στη συνύπαρξη ή στην ανυπαρξία;
Είσαστ’ εσείς που πρέπει να νιώθετε περήφανοι για την καταγωγή σας
Αυτή είναι! Εσείς τη δημιουργήσατε, σε σας ανήκει και αξίζει!
Απομακρυσμένη και άγνωστη από κείνη τη δική μας,
τη φτιαγμένη με τιμή κι ανθρώπινη αξιοπρέπεια
Είμαστ’ εμείς, που βγάζαμε και βγάζουμε τους λόγους μέσα στις
φάμπρικες, στα καφενεία, στους δρόμους και πλατείες,
στα στάδια και στα πάρκα, στα τρένα και στα λεωφορεία
προσπαθώντας να δείξουμε πως, πέρα απ’ το μίσος και τα πάθη
υπάρχουν μεγαλύτερες αξίες που αξίζει κανείς να ζει και να μάχεται:
της αγάπης μεταξύ των ανθρώπων και της ειρήνης
Γι’ αυτό θυμίσαμε παλιές εποχές και μιλήσαμε για κρεμάλες
και πόνεσε η ψυχή μας!
Γι’ αυτό αναφερθήκαμε στα ατσαλένια βρυχήματα, στην πείνα, στους καπνούς, στις φωτιές, στα ντουβάρια και σηκώθηκε η τρίχα μας!
Και είπαμε ακόμα και για σκιές που μας συνοδεύουν πιστά και ακούραστα, που μας δίνουν μηνύματα και μας δείχνουν φωτεινά και μεστά παραδείγματα
Είμαστ’ εμείς, που φωνάζουμε, που βραχνιάζουμε και μας λένε πολλοί που περνούνε καλά και που ζουν τη ζωή, πως:
Είμαστ’ εμείς αυτοί, έτσι μας λένε, οι απαισιόδοξοι, οι ψεύτες,
οι ταραχοποιοί και οι εγωιστές!
Είμαστ’ εμείς που θέλουμε να χαθεί η ισορροπία του Πλανήτη μας;
Είμαστ’ εμείς, που θα μπορέσουμε μέσα απ’ τις ανάπνες μας να φαρμακώσουμε τη φύση;
Είμαστ’ εμείς, με τα ροζιασμένα και αφυδατωμένα χέρια μας,
με χωνεμένα στομάχια, με δηλητηριασμένα πνευμόνια και σκότια, με γερτές πλάτες και καμπούρες, με όραση που όλο χάνεται
και μ ’ακοή όπου ηχούν τα σφυριά και τ’ αμόνια απ’ τα χυτήρια και τα χαλυβουργεία, με ληστρικές επιδρομές στα φτωχά μας ταμεία, εμείς είμαστε αυτοί, που θα γκρεμίσουμε τον ήλιο;
Μακάρι! Θα χαρούμε πολύ να σας δώσουμε αυτή τη χαρά
και να βγούμε ψεύτες
Μα, τα σημάδια της φύσης, τα σημάδια του κόσμου κι αυτά της ζωής αν τα φτιάχναμε εμείς,
δε θα λέγαμε κι ούτε θα έδειχνε πως τούτο το σήμερα δε μοιάζει σαν χτες ή προχτές,
δε μοιάζει σαν αύριο ή σαν ένα αύριο,
που όταν θα ρίχνει βροχή,
όταν θα βγαίνει ο ήλιος,
όταν θα τρέχει τ’ αγέρι,
όταν θα βγαίνει η σελήνη συντροφιά με τ’ αστέρια
και όταν ακόμα ακούμε και του λύκου φωνή,
που δεν θα ’ναι δικιά του κι ούτε θα μοιάζει δικιά του,
μα θα σκούζει παράξενα,
όταν θα διαιωνίζεται στους αιθέρες
η Μοίρα της Φύσης κι αυτής τη Ζωής!
Και τολμούμε να πούμε, όταν βλέπουμε ότι φτάνουν παλιά σύννεφα που δε φέρνουν νερά,
που δε φέρνουν θαμπή, που δεν φέρνουν της νύχτας σκοτάδια και αυτά της βροχής
μα, που διώχνουν αργά τα σημάδια της μέρας και αυτά του φωτός και μαυρίζουν με πίσσα των ανθρώπων ορίζοντα με πινέλα της γης, με πινέλα οργής

Ας μας πείτε εσείς, για να δούμε κατά πόσο είμαστ’ εμείς έξω αλήθειας, έξω πραγμάτων και έξω απ’ την πλάνη που αλλάζει
τον ρου της ζωής.
Γίναμε οι βετεράνοι τούτης της γης με γαλόνια και αστέρια
πάνω στους ώμους μας πολλά και βαριά
Μα σε λαούς και φυλές, τους προσφέραμε εμείς τόπους λιτούς στις δικές μας καρδιές
Κι ας δεχτήκαμε πάνω μας την οργή των κυμάτων,
την οργή των βροντών, την οργή των αστραπών
Και ακόμα την οργή των χιονιών, των νερών, των χαλαζιών
και προπάντων, την οργή του ήλιου και χτυπούν απ’ τη γη
την ίδια τη γη, την ίδια ζωή!
Και την άμμο κρατούμε εμείς, που κυλάει αργά και σκεπάζει τους κάμπους και κρατά τη ζωή
Ας μας πείτε εσείς, αν και πόσο, ζούμε μακριά απ’ τις τάξεις πραγμάτων
Απ’ τις τάξεις που θίγουν τον ρου της ζωής!
Κι είμαστε εμείς, μείναμε εμείς, λίγοι και σκόρπιοι στα δώθε,
στα πέρα, να μετρούμε στα δάχτυλα του ενός και μισού μας χεριού
Πώς θα ’ρθει, αν θα ’ρθει, πού θα ’ρθει;
Και παν απ’ όλα, Ποιος θα ’ναι αυτός, εσείς ή εμείς που μπορεί
να δεχτεί;
Αυτόν τον Νέο που έρχεται και λέγεται αιώνας;
Κι όπως προείπαμε για τόλμη και θάρρος, για αγάπη και ειρήνη
μεταξύ των λαών, μεταξύ των φυλών και προπάντων των σκληρών και κακών
Και για σας θε ν’ ανοίξουμε χέρια κι αγκάλες,
πάντα τα είχαμε και πάντα σας δείχναμε τους δρόμους της ζωής και γι’ αυτό γίναμε «κράχτες» κι «αναρχοεπαναστάτες»
Έτσι, λοιπόν, μας λέτε πάντα
Έτσι, λοιπόν, σας λέμε Τώρα κι εμείς
Ελάτε μαζί, να πάμε μαζί κι αξίζει να πάμε μαζί
Δίχως όπλα και μίση, δίχως πόλεμο, θάνατο, πόνο και θλίψη
Για να δει κι Αυτός που τώρα φτάνει όλους εμάς
Να ζούμε αρμονικά με μόνη έγνοιά μας
Την αγάπη και την ειρήνη!
Απόλλων 21.01.1998. Β. Φ.
Από την ποιητική συλλογή: «Ψάχνοντας στ’ αχνάρια σου ζωή»


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΗΧΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΠΟΙΟΥΣ ΛΥΠΑΜΑΙ....

ΠΟΙΟΥΣ ΛΥΠΑΜΑΙ....


e-Διαφήμιση