Ο χάρτης που εκθέτει τους Αμερικανούς
Εκτενές αφιέρωμα της αθηναϊκής εφημερίδας «Έθνος της Κυριακής», για το παρασκήνιο που προηγήθηκε τηε τουρκικής εισβολής. Αν οι Αμερικανοί το επιθυμούσαν, θα μπορούσαν να αποτρέψουν τα τουρκικά σχέδια
Σε ένα εκτενές αφιέρωμα για την τουρκική εισβολή του 1974 με τίτλο «Φάκελοι», η αθηναϊκή εφημερίδα «Το Έθνος της Κυριακής» στοιχειοθετεί με σαφήνεια τα τραγικά γεγονότα στην Κύπρο.
Δύο πρόσφατα αποχαρακτηρισθέντα έγγραφα και ένας αποκαλυπτικός χάρτης πιστοποιεί αυτό που επί 35 χρόνια υποψιαζόμαστε. Ότι δηλαδή οι Αμερικανοί, όχι μόνο διευκόλυναν διά της αδράνειάς τους την κατάληξη της εισβολής, αλλά γνώριζαν και το ακριβές έδαφος που οι Αττίλες θα κατακτούσαν με την προέλασή τους.
Από την έρευνα των απόρρητων αρχείων διαφαίνεται ότι οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί ήθελαν να διαλύσουν την Κύπρο. Η αξία που προσέλαβε την περίοδο του ψυχρού πολέμου τους ενοχλούσε.
Όπως αναφέρεται στους «Φακέλους» του Έθνους, αλλά είναι και τοις πάσι γνωστό, η Χούντα αποδιοργάνωσε και άφησε ανοχύρωτη την Κύπρο απέναντι στην πολεμική μηχανή της Τουρκίας.
Όπως αναφέρεται σε κείμενο του Μάριου Ευρυβιάδη: Δεν υπάρχει άλλο κράτος και άλλος λαός που στην περίοδο δύο γενεών έζησε έναν αποικιακό αγώνα, έναν εμφύλιο πόλεμο, ένα πραξικόπημα και μια εισβολή. Όπου έχασε το 1% του πληθυσμού του το 1974 μέσα σε ένα μόνο μήνα. Η Κύπρος, θύμα της Τουρκίας και της Βρετανίας, με την ανοχή των Ηνωμένων Πολιτείων και ίσως τον κρυφό συντονιστικό τους ρόλο.
Σε ένα εκτενές αφιέρωμα για την τουρκική εισβολή του 1974 με τίτλο «Φάκελοι», η αθηναϊκή εφημερίδα «Το Έθνος της Κυριακής» στοιχειοθετεί με σαφήνεια τα τραγικά γεγονότα στην Κύπρο.
Δύο πρόσφατα αποχαρακτηρισθέντα έγγραφα και ένας αποκαλυπτικός χάρτης πιστοποιεί αυτό που επί 35 χρόνια υποψιαζόμαστε. Ότι δηλαδή οι Αμερικανοί, όχι μόνο διευκόλυναν διά της αδράνειάς τους την κατάληξη της εισβολής, αλλά γνώριζαν και το ακριβές έδαφος που οι Αττίλες θα κατακτούσαν με την προέλασή τους.
Από την έρευνα των απόρρητων αρχείων διαφαίνεται ότι οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί ήθελαν να διαλύσουν την Κύπρο. Η αξία που προσέλαβε την περίοδο του ψυχρού πολέμου τους ενοχλούσε.
Όπως αναφέρεται στους «Φακέλους» του Έθνους, αλλά είναι και τοις πάσι γνωστό, η Χούντα αποδιοργάνωσε και άφησε ανοχύρωτη την Κύπρο απέναντι στην πολεμική μηχανή της Τουρκίας.
Όπως αναφέρεται σε κείμενο του Μάριου Ευρυβιάδη: Δεν υπάρχει άλλο κράτος και άλλος λαός που στην περίοδο δύο γενεών έζησε έναν αποικιακό αγώνα, έναν εμφύλιο πόλεμο, ένα πραξικόπημα και μια εισβολή. Όπου έχασε το 1% του πληθυσμού του το 1974 μέσα σε ένα μόνο μήνα. Η Κύπρος, θύμα της Τουρκίας και της Βρετανίας, με την ανοχή των Ηνωμένων Πολιτείων και ίσως τον κρυφό συντονιστικό τους ρόλο.
Ο χάρτης σχεδιάστηκε στις 13 Αυγούστου
Στους «Φακέλους» του αθηναϊκού Έθνους δημοσιεύεται και χάρτης που εκθέτει τους Αμερικανούς ως συνεργούς και καλούς γνώστες της μεθόδευσης της Εισβολής.
Στις 13 Αυγούστου του 1974, στα γραφεία της CIA, σχεδιάστηκε ο χάρτης που έδειχνε την Κύπρο διχοτομημένη. Ο χάρτης παρουσίαζε την Κύπρο πώς θα ήταν με το πέρας της δεύτερης φάσης της εισβολής. Στις 14 Αυγούστου του 1974, οι Τούρκοι ξεκίνησαν τη δεύτερη φάση της εισβολής και σε 48 ώρες χάραξαν με τη λόγχη τα νέα «σύνορα», όπως τα γνώριζαν νωρίτερα με το μελάνι των ερευνητών τους οι Αμερικανοί.
Έργο ομάδας του Κίσιγκερ
Ο χάρτης παρουσιάζεται ως έργο μιας ομάδας διπλωματών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Παραδόθηκε στον Χένρι Κίσιγκερ, τον εβραϊκής καταγωγής πανίσχυρο τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Ο Κίσιγκερ ήθελε να γνωρίζει πού θα σταματούσαν οι Τούρκοι και πώς θα συγκρατούσε την Ελλάδα να μην εισέλθει στη γενίκευση της σύρραξης.
Ο χάρτης αυτός είναι συγκλονιστικός και διεσώθη εντελώς τυχαία. Ήταν μέρος των εγγράφων με την ένδειξη «for eyes only», για τα μάτια μόνο ή πιο ελεύθερα «για μια ματιά μόνο». Δεν ήθελαν οι Αμερικανοί να κυκλοφορήσει ο χάρτης, για να μην αποδειχθεί η σκοτεινή ενοχή της τότε ηγεσίας τους. Την ύπαρξη χαρτών επιβεβαιώνει και ο άλλος σταθμάρχης της CIA, ο Τζόζεφ Σίσκο. Θα πει με βεβαιότητα, όταν τον ρωτούν, ότι όλοι οι χάρτες που σχεδιάστηκαν τότε από τις 20 Ιουλίου μέχρι την 13η Αυγούστου έχουν καταστραφεί. Οι χάρτες όμως αυτοί είχαν γίνει το παιχνίδι ομάδας ερευνητών φοιτητών, οι οποίοι αναζητούσαν έγγραφα για την ανάμειξη των ΗΠΑ στο πραξικόπημα στη Χιλή. Τα μέλη της ομάδας, όταν βρήκαν τους χάρτες με τους οποίους κατεκρεουργείτο η Κύπρος, έκαναν και αστεία μεταξύ τους. Το είπαν, το άκουσαν Έλληνες φοιτητές και προσπάθησαν πολύ να εντοπίσουν τους αμερικανικούς χάρτες που διχοτομούσαν τη χώρα μας. Μπορεί οι πολλοί να χάθηκαν και πάλι όμως ένας, αυτός με τον αριθμό 9, βρέθηκε από άλλη πηγή στο χώρο των Εθνικών Αρχείων, μαζί με άλλα έγγραφα που αναφέρονταν στην τουρκική εισβολή. Στο ίδιο πακέτο συμπεριλαμβάνεται το περίφημο μνημόνιο Χέλμουντ Σόνενφελτ, του νομικού συμβούλου του Κίσιγκερ. Από τα συμφραζόμενα του μνημονίου, ο χάρτης 9 ταιριάζει γάντι. Υποβλήθηκε για να είναι πιο κατανοητές οι αισχρές για τον Ελληνισμό εισηγήσεις του.
Το μνημόνοιο Σόνενφελντ
Στις 13 Αυγούστου και αφού είχε ολοκληρώσει τον κύκλο των συζητήσεών του με διπλωμάτες και πολιτικούς στη Γενεύη, την Άγκυρα και την Αθήνα, κλήθηκε από τον Κίσιγκερ για ενημέρωση. Η συνομιλία τους εκείνη είχε διακοπεί πολλές φορές από τα τηλεφωνήματα και τα τηλεγραφήματα που έπεφταν όπως τη βροχή.
Μια ετυμηγορία-ταφόπλακα
Ο Κίσινγκερ ρώτησε: Τι κάνουμε εάν ο Ετσεβίτ δώσει εντολή στον Γκιουνές (τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας) να εγκαταλείψει τη Γενεύη.
Η απάντηση ήρθε ύστερα από μερικές ώρες. Το πρωί της μοιραίας 14ης Αυγούστου και ενώ οι ορδές του Αττίλα σάρωναν τη Μεσαορία και απειλούσαν να φτάσουν στην Αμμόχωστο, ο Σόνενφελντ παρέδωσε στον Κίσινγκερ την ετυμηγορία του, η οποία ήταν η ταφόπετρα για το νησί. Έγραφε τα εξής:
«Απόρρητο - Για τα μάτια μόνο»
(«Secret - EYES ONLY»)
The Counselor
Department of State
Μνημόνιο για τον υπουργό Εξωτερικών
Από τον Helmut Sonnenfeldt
14 Αυγούστου 1974
Θέμα: Ενέργειες στην Κύπρο
Ζητήσατε κάποιες σύντομες ιδέες για το τι να κάνουμε στη συνέχεια.
Τίποτα απ' ό,τι μπορώ να σκεφτώ δεν θα σταματήσει τους Τούρκους από το να προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν διά της βίας όσα απαίτησαν στα τελεσίγραφά τους. Ουσιαστικά, όπως ήταν έτσι κι αλλιώς η αλήθεια, η μόνη πιθανή βιώσιμη λύση (modus vivendi) θα πρέπει να βασισθεί σε μια ντε φάκτο διαίρεση του νησιού, όποια και αν είναι η μορφή της.
Εάν οι Τούρκοι κινηθούν γρήγορα και μετά αναγκασθούν να υποχωρήσουν, ίσως προκληθεί ελληνική αντίδραση και τότε ίσως μας δοθεί η ευκαιρία να προσπαθήσουμε για μια συμφωνία (η οποία ίσως σώσει και τον Καραμανλή).
Καθώς οι Σοβιετικοί μπορούν να λειτουργήσουν ως φόβητρο, πρέπει να τους κρατήσουμε σε απόστααση. Δεν μπορούν να εξελιχθούν σε διαιτητές μεταξύ συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα συμφέροντά τους διαφέρουν ριζικά από τα δικά μας. Εμείς επιθυμούμε ένα modus vivendi μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, ενώ αυτοί θέλουν μιαν αδέσμευτη Κύπρο και προτιμούν την Ελλάδα ή την Τουρκία ή και τις δύο αποστασιοποιημένες από το ΝΑΤΟ.
Έτσι θα πρέπει:
- Να προσπαθήσουμε, επειγόντως, να περιορίσουμε την ελληνική αντίδραση, τουλάχιστον για 24 ώρες.
- Να πούμε ξεκάθαρα στους Τούρκους ότι πρέπει να σταματήσουν σήμερα ή το αργότερο αύριο (tomorrow at the latest).
- Να προειδοποιήσουμε τους Τούρκους ότι η Ελλάδα κινείται ταχύτατα προς τα αριστερά.
- Να στείλουμε έναν υψηλόβαθμο αξιωματούχο στην Αθήνα, για να ασκεί συνεχή και άμεση επιρροή στον Καραμανλή.
- Με δεδομένο ότι οι Τούρκοι θα καταλάβουν γρήγορα την Αμμόχωστο, να διαβεβαιώσετε ιδιωτικά τους Τούρκους (privately assure Turks) ότι θα τους εξασφαλίσουμε λύση που θα περιλαμβάνει το ένα τρίτο του νησιού, στο πλαίσιο κάποιου διακανονισμού ομοσπονδιακής φύσης.
- Να διαβεβαιώσουμε τους Έλληνες ότι θα περιορίσουμε τις τουρκικές απαιτήσεις και δεν θα επιτρέψουμε άλλους εγκλωβισμένους κ.λπ.
Δεν πρέπει να εμπλακείτε άμεσα, ώστε να σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Αφού γίνει αυτό, πρέπει να το κάνετε, διότι δεν υπάρχει εναλλακτική δυνατότητα, και μόνο εμείς έχουμε το βάρος (να το πράξουμε).
Δεν νομίζω ότι οι Βρυξέλλες και το ΝΑΤΟ είναι το μέρος που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε (σ.σ.: για έδρα των ελληνοτουρκικών συζητήσεων) όταν έρθει η ώρα. Οι Έλληνες είναι πιθανότατα πολύ χολωμένοι με το ΝΑΤΟ και η διαδικασία μιας συνάντησης σε υπουργικό επίπεδο είναι περίεργη. Εξάλλου, χρειάζεστε τον Ετσεβίτ και τον Καραμανλή.
Το Λονδίνο ίσως δεν είναι αποδεκτό από τους Τούρκους, λόγω της επίθεσης που δέχτηκαν από τον Κάλαχαν. Δεν θα πρέπει να μεταβείτε στις (δύο) πρωτεύουσες (εννοεί την Αθήνα και την Άγκυρα). Αυτό ίσως σημαίνει Γενεύη.
Η Ουάσινγκτον, στο πλαίσιο πρωτοβουλίας του Προέδρου θα ήταν εντάξει, αλλά θα είναι δύσκολο να καταφέρουμε να έρθουν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Επίσης, θα εκληφθεί ως πρόκληση από τους Ρώσους. Η Νέα Υόρκη θα καθιστούσε δύσκολη τη διατήρηση των Ρώσων μακριά από τη διαδικασία. Θα μπορούσατε επίσης να επιχειρήσετε τη Ρώμη».
Υπογραφή Σόνενφελντ.
Οι ΗΠΑ διατηρούν την ίδια πολιτική
Το μνημόνιο προς τον Κίσινγκερ αποτελεί τρανταχτή απόδειξη του βρόμικου ρόλου του Χένρι Κίσινγκερ και της τότε αμερικανικής κυβέρνησης. Ο Αμερικανός υπουργός ακολούθησε πιστά μία προς μία τις οδηγίες και τις εισηγήσεις του νομικού του συμβούλου. Ό,τι σχεδιάστηκε εκείνες τις ημέρες στην Ουάσινγκτον δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα.
Το χρονικό της εισβολής και ο χουντικός τραγέλαφος
Η Κύπρος έπεσε, ουσιαστικά, αμαχητί. Πολιτική και στρατιωτική ηγεσία παρέδωσαν σπάνια μαθήματα προδοτικής ανευθυνότητας, αφήνοντας ελάχιστους ηρωικούς αξιωματικούς και οπλίτες να τα βάλουν με το τουρκικό εκστρατευτικό σώμα.
Το 1974, ο «Αττίλας» ξανακτυπούσε για δεύτερη φορά το πολύπαθο «νησί της Αφροδίτης», με τον ίδιο πάλι σκοπό: την κατάκτηση. Η πρώτη φορά ήταν το 1571, όταν ύστερα από πολύμηνη και εξαντλητική πολιορκία, οι οθωμανικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Λαλά-Μουσταφά, έκαμψαν την ηρωική, αλλά και απεγνωσμένη αντίσταση των υπερασπιστών της Αμμοχώστου. Οι ιστορικοί νόμοι, αδίστακτοι και επαναλαμβανόμενοι με θαυμαστή νομοτέλεια, εμφανίστηκαν ξανά εκείνο το μαύρο πρωινό της 20ής Ιουλίου 1974, 8 χιλιόμετρα δυτικά της Κυρήνειας. Στο προσκλητήριο αυτό, ο Ελληνισμός και πρωτίστως το Εθνικό του Κέντρο, η Ελλάδα, κλήθηκαν να υπερασπισθούν όχι απλά την προς ανατολάς έπαλξη, την Κύπρο, αλλά την ίδιά τους την τιμή.
Οι συνθήκες ήταν αντίξοες, εξαιτίας εσωτερικών αλλά και εξωγενών παραγόντων. Πρώτον, η Ελλάδα ήταν δέσμια της γεωγραφίας ως προς την υπεράσπιση της Κύπρου. Η Μεγαλόνησος, σύμφωνα τουλάχιστον με το τότε κυρίαρχο δόγμα, ήταν μια γεωστρατιωτικώς μακρινή υπόθεση. Δεύτερον, η στρατηγική αποτροπή, η οποία άρχισε να υλοποιείται το 1964, είχε πλέον «εξατμιστεί», αφού ο εγγυητής της, η ελλαδική μεραρχία, είχε από τον Δεκέμβριο του 1967 αποσυρθεί από το νησί. Και τρίτον, και χειρότερο όλων, το Έθνος εισερχόταν στον αγώνα βαθιά διχασμένο, μέσα από μία αυτοκαταστροφική πορεία, η οποία κορυφώθηκε και εκφράσθηκε με την εκδήλωση του πραξικοπήματος, πέντε ημέρες πριν από την τουρκική εισβολή.
Σε ένα τέτοιο θολό τοπίο, ο κυπριακός Ελληνισμός, διαιρεμένος και με τα πολιτικά πάθη οξυμμένα όσο ποτέ, εισήλθε στον αγώνα υπέρ βωμών και εστιών. Οι Ελλαδίτες και οι Κύπριοι, οπλίτες και αξιωματικοί, κατήλθαν στον αγώνα έμπλεοι ενθουσιασμού και υψηλού φρονήματος, ιδιαίτερα στην πρώτη φάση της εισβολής, όταν πίστευαν ακλόνητα ότι η Ελλάδα θα επενέβαινε.
Δυστυχώς, όμως, το αυτοαποκαλούμενο Εθνικό Κέντρο δεν φρόντισε, έστω και την ύστατη ώρα, να δικαιολογήσει τον τίτλο του. Τα «ελληνικά φτερά» παρέμειναν καθηλωμένα στα αεροδρόμια, ενώ θα μπορούσαν να μετατρέψουν τις ακτές της Κυρήνειας σε τάφο του τουρκικού επεκτατισμού.
Μόνοι, λοιπόν, έμειναν και πολέμησαν τον «Αττίλα» οι Έλληνες στρατιώτες. Πολλοί έπεσαν για την ελευθερία. Άλλοι αγνοούνται, συμπυκνώνοντας στις μορφές τους την πλέον τραγική διάσταση της μάχης της Κύπρου. Οι υπόλοιποι έμειναν να φέρουν μέσα τους βαρύ το φορτίο της πίκρας για την απώλεια του τόπου και των συμπολεμιστών τους. Όλοι τους, όμως, έμειναν εκεί. Και πολέμησαν με ηρωισμό, που άγγιξε συχνά τα όρια της παραφροσύνης. Οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες ήταν το 1974 παρόντες στο προσκλητήριο της μάχης και της τιμής. Αυτή που απογοήτευσε, λάμποντας διά της απουσίας της, ήταν η πολιτική και η στρατιωτική τους ηγεσία...
Οι συνθήκες ήταν αντίξοες, εξαιτίας εσωτερικών αλλά και εξωγενών παραγόντων. Πρώτον, η Ελλάδα ήταν δέσμια της γεωγραφίας ως προς την υπεράσπιση της Κύπρου. Η Μεγαλόνησος, σύμφωνα τουλάχιστον με το τότε κυρίαρχο δόγμα, ήταν μια γεωστρατιωτικώς μακρινή υπόθεση. Δεύτερον, η στρατηγική αποτροπή, η οποία άρχισε να υλοποιείται το 1964, είχε πλέον «εξατμιστεί», αφού ο εγγυητής της, η ελλαδική μεραρχία, είχε από τον Δεκέμβριο του 1967 αποσυρθεί από το νησί. Και τρίτον, και χειρότερο όλων, το Έθνος εισερχόταν στον αγώνα βαθιά διχασμένο, μέσα από μία αυτοκαταστροφική πορεία, η οποία κορυφώθηκε και εκφράσθηκε με την εκδήλωση του πραξικοπήματος, πέντε ημέρες πριν από την τουρκική εισβολή.
Σε ένα τέτοιο θολό τοπίο, ο κυπριακός Ελληνισμός, διαιρεμένος και με τα πολιτικά πάθη οξυμμένα όσο ποτέ, εισήλθε στον αγώνα υπέρ βωμών και εστιών. Οι Ελλαδίτες και οι Κύπριοι, οπλίτες και αξιωματικοί, κατήλθαν στον αγώνα έμπλεοι ενθουσιασμού και υψηλού φρονήματος, ιδιαίτερα στην πρώτη φάση της εισβολής, όταν πίστευαν ακλόνητα ότι η Ελλάδα θα επενέβαινε.
Δυστυχώς, όμως, το αυτοαποκαλούμενο Εθνικό Κέντρο δεν φρόντισε, έστω και την ύστατη ώρα, να δικαιολογήσει τον τίτλο του. Τα «ελληνικά φτερά» παρέμειναν καθηλωμένα στα αεροδρόμια, ενώ θα μπορούσαν να μετατρέψουν τις ακτές της Κυρήνειας σε τάφο του τουρκικού επεκτατισμού.
Μόνοι, λοιπόν, έμειναν και πολέμησαν τον «Αττίλα» οι Έλληνες στρατιώτες. Πολλοί έπεσαν για την ελευθερία. Άλλοι αγνοούνται, συμπυκνώνοντας στις μορφές τους την πλέον τραγική διάσταση της μάχης της Κύπρου. Οι υπόλοιποι έμειναν να φέρουν μέσα τους βαρύ το φορτίο της πίκρας για την απώλεια του τόπου και των συμπολεμιστών τους. Όλοι τους, όμως, έμειναν εκεί. Και πολέμησαν με ηρωισμό, που άγγιξε συχνά τα όρια της παραφροσύνης. Οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες ήταν το 1974 παρόντες στο προσκλητήριο της μάχης και της τιμής. Αυτή που απογοήτευσε, λάμποντας διά της απουσίας της, ήταν η πολιτική και η στρατιωτική τους ηγεσία...
Η ημισέληνος βρυχάται
Οι προετοιμασίες των τουρκικών δυνάμεων, που θα εκτελούσαν την απόβαση, ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 1974. Η ΚΥΠ ενημέρωνε το Πεντάγωνο για αυξημένη τουρκική δραστηριότητα. Η λειτουργία του τουρκικού ραντάρ στο ακρωτήριο Αναμούρ (απέναντι από την Κύπρο) είχε ενταθεί, ενώ ο κύριος όγκος των μαχητικών αεροσκαφών της Τουρκικής Αεροπορίας μετακινούνται προς το δυτικό και νότιο τμήμα της χώρας.
Μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, στην Άγκυρα σήμανε συναγερμός. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας προσήλθε σε πυρετώδεις συσκέψεις. Την Τρίτη 16 Ιουλίου 1974, έπειτα από τετράωρη σύσκεψη στο τουρκικό Γενικό Επιτελείο Στρατού, αποσαφηνίστηκε το τελικό σχέδιο της εισβολής. Ο λόγος σε Τούρκο επιτελή: «Εγκαταλείψαμε το προηγούμενο σχέδιο, που προέβλεπε απόβαση στην περιοχή Μπογάζ, 36 χιλιόμετρα βόρεια της Αμμοχώστου. Και ευτυχώς, διότι πληροφορηθήκαμε εκ των υστέρων ότι οι Έλληνες είχαν λάβει αυξημένα μέτρα εκεί. Ήλεγχαν το δρόμο Αμμοχώστου-Λευκωσίας με πολλές δυνάμεις και, επιπλέον, επειδή ήταν Ιούλιος, στην περιοχή υπήρχαν χιλιάδες τουρίστες. Μερικές εκατοντάδες Τούρκοι στρατιώτες, που θα αποβιβάζονταν σε μία τέτοια πόλη, θα χάνονταν. Γι' αυτό επιλέξαμε μία μικρή παραλία, δυτικά της Κυρήνειας».
Το τουρκικό επιτελείο ανέθεσε το βάρος της εισβολής στην 28η και την 39η Μεραρχία, καθεμία από τις οποίες διέθετε τρία συντάγματα. Διατέθηκαν, επίσης, μία ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών, ένα σύνταγμα καταδρομών, συμπεριλήφθηκε τμήμα της 5ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας και 400 πεζοναύτες. Η προαναφερθείσα δύναμη άγγιζε τους 36-38.000 άνδρες. Από πλευράς αρματικής υποστήριξης, προβλεπόταν η διάθεση 160 αρμάτων Μ-47 και Μ-48. Από αέρος, θα συμμετείχαν 80 μαχητικά αεροσκάφη, από τα οποία τα μισά και πλέον ήταν τύπου F-100.
Στις 17 Ιουλίου συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι της Μερσίνας τα αποβατικά και αρματαγωγά σκάφη, που θα μετέφεραν το πρώτο αποβατικό κύμα. Την ημέρα αυτή μεταφέρθηκαν στη Μερσίνα και φορτώθηκαν στα σκάφη 50 τόνοι πυρομαχικών. Ολόκληρη η τουρκική επικράτεια καταλήφθηκε από πολεμικό παροξυσμό. Οι πόλεις σείονταν από ανθελληνικές διαδηλώσεις, όπου κυριάρχησε το σύνθημα «μουνταχαλέ» (απόβαση), ενώ ο τουρκικός Τύπος υποδαύλιζε στο έπακρο τα πλήθη. Τουρκική πηγή ανέφερε σχετικά: «Σε όλα τα σημεία της χώρας υπήρχε μία γενική κατάπληξη, η οποία σιγά-σιγά μεταβλήθηκε σε ξέφρενο ξέσπασμα. Ο τουρκικός λαός ξέσπασε γιατί, ενώ τα τελευταία χρόνια ξελαρυγγιαζόταν στα διάφορα συλλαλητήρια, στη συνέχεια επέστρεφε άπραγος στο σπίτι του. Ξέσπασε γιατί τον βασάνιζαν τα αισθήματα που του προξενούσε η οικονομική του υπανάπτυξη. Ξέσπασε εναντίον του Έλληνα, τον οποίο υποτιμούσε, τον έβλεπε, όμως, να προηγείται ως προς την οικονομική και κοινωνική του δομή».
Ήταν τέτοια η μανία του τουρκικού πλήθους, ώστε, όταν εκδηλώθηκε η εισβολή, το πρωινό της 20ής Ιουλίου, στα στρατολογικά γραφεία των Αδάνων σημειώθηκε κοσμοσυρροή. Χιλιάδες Τούρκοι, μαινόμενοι, προσήλθαν εθελοντικά και ζητούσαν οπλισμό και επιβίβαση για την Κύπρο...
Από τις 18 Ιουλίου παρατηρήθηκε έντονη δραστηριότητα σε όλα τα αεροδρόμια της Νότας Τουρκίας, κυρίως δε σε αυτό των Αδάνων. Η ΚΥΠ, βάσει συνεχών υποκλοπών που διενεργούσαν τα κλιμάκια της Κύπρου, πιστοποίησε διαρκή ανταλλαγή σημάτων μεταξύ της τουρκοκυπριακής στρατιωτικής διοίκησης της Λευκωσίας και της Μερσίνας. Την ίδια στιγμή η ΤΟΥΡΔΥΚ (Τουρκική Δύναμη Κύπρου) και τα τάγματα των Τουρκοκυπρίων τέθηκαν σε επιφυλακή.
Οι προετοιμασίες κορυφώθηκαν στις 19 Ιουλίου. Νωρίς το πρωί ολοκληρώθηκε η επιβίβαση των μονάδων στα αποβατικά σκάφη και η νηοπομπή ετοιμάστηκε προς απόπλου. Απετελείτο από 20 περίπου μέσα και γενικής χρήσης αποβατικά, αρματαγωγά περιορισμένης μεταφορικής ικανότητας (έως τρία άρματα) και ένα μεγάλο αρματαγωγό. Για την προστασία της νηοπομπής το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό διάθεσε πέντε αντιτορπιλικά. Η επιβιβασθείσα δύναμη ανήλθε στους περίπου 3.200 άνδρες.
Η νηοπομπή εξήλθε του λιμανιού της Μερσίνας γύρω στις 17.00 υπό τις επευφημίες χιλιάδων ανθρώπων, καταληφθέντων από ανθελληνικό μένος. Χαρακτηριστικά, αναφέρθηκε ότι το πλήρωμα του ελληνικού εμπορικού πλοίου «Εμπρός», το οποίο βρισκόταν ελλιμενισμένο στην ίδια πόλη, κινδύνευσε να λιντσαριστεί από το μαινόμενο πλήθος. Οι Έλληνες ναυτικοί θεωρήθηκαν ύποπτοι κατασκοπίας και το «Εμπρός» ρυμουλκήθηκε σε μία προβλήτα. Ο ασύρματος του πλοίου υποχρεώθηκε σε σφράγιση και η γαλανόλευκη υπεστάλη.
Από το πρωί όλα τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδιδαν τις προετοιμασίες των Τούρκων, ενώ το BBC προέβαλε εικόνες του απόπλου, στις 17.30. Η αντίδραση Αθήνας και Λευκωσίας παρέμεινε ανεξήγητα απαθής. Το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών εμφανίσθηκε πεπεισμένο ότι οι Τούρκοι θα περιόριζαν τις αντιδράσεις τους σε κινήσεις εντυπωσιασμού. Στη «νάρκωση» της ελληνικής πλευράς συνέβαλαν με έξυπνο τρόπο οι Τούρκοι: στην Άγκυρα ανακοινώθηκε ότι η Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση θα συνερχόταν το Σάββατο 20 Ιουλίου, προς λήψη απόφασης. Παγιώθηκε έτσι στην Αθήνα η πεποίθηση ότι η Τουρκία δεν θα έπραττε τίποτε ώς τότε, ενώ στην πραγματικότητα η απόφαση για εισβολή ήταν ήδη ειλημμένη.
Οι πρώτες ώρες της εισβολής
Η τουρκική νηοπομπή εντοπίστηκε από τα ελληνικά ραντάρ το βράδυ της παραμονής της εισβολής. Ανά μισή ώρα, η Ναυτική Διοίκηση Κύπρου ανέφερε την πρόοδο του πλου, οι απαντήσεις όμως από την Αθήνα έφθαναν στερεότυπες και καθησυχαστικές: «Δεν δικαιολογείται ανησυχία. Πρόκειται περί γυμνασίων».
Το χάραμα της 20ής Ιουλίου 1974, από ελληνικής πλευράς βρίσκονταν στην περιοχή της Κυρήνειας τρία τάγματα πεζικού, δύο μοίρες πυροβολικού και δύο πυροβολαρχίες ορεινού πυροβολικού. Το μεγαλύτερο μέρος των τριών μοιρών καταδρομών παρέμενε στην πρωτεύουσα, λόγω του πραξικοπήματος.
Πριν από την εκτέλεση της απόβασης, όμως, ανέλαβε δράση η τουρκική Αεροπορία. Στις 5 τα ξημερώματα άρχισαν οι προσβολές στόχων, με επίκεντρο την ευρύτερη Κυρήνεια. Προσβλήθηκαν στρατόπεδα πεζικού και πυροβολικού, το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ), το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και ο Διεθνής Αερολιμένας Λευκωσίας. Το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, στη Μακεδονίτισσα Λευκωσίας, υπέστη μεγάλες καταστροφές. Ο διοικητής της, όμως, είχε την πρόνοια να διατάξει, περί τις 04.00, διασπορά. Έτσι, όταν η τουρκική Αεροπορία το προσέβαλε με σφοδρότητα, το στρατόπεδο ήταν άδειο. Οι μεγαλύτερες απώλειες, όμως, εντοπίσθηκαν στις μονάδες πυροβολικού, οι οποίες δεν προέβησαν σε διασπορά. Η 185 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού προσβλήθηκε από αέρος ακριβώς την ώρα που εξερχόταν του στρατοπέδου. Το προπορευόμενο όχημά της κτυπήθηκε από εμπρηστική βόμβα ναπάλμ, με αποτέλεσμα το θάνατο έξι ανδρών. Πολλά οχήματα και πέντε πυροβόλα της μοίρας καταστράφηκαν. Αντίθετα, άλλες μοίρες κινήθηκαν γρήγορα και έφθασαν στις προβλεπόμενες θέσεις χωρίς απώλειες.
Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν αμείωτοι και, γύρω στις 07.30, προσέλαβαν νέα ένταση. Πολλά σημεία στη Λευκωσία φλέγονταν. Τα τουρκικά F-100 εφορμούσαν ανά ζεύγος από ύψος 120-150 ποδών, βομβάρδιζαν και προέβαιναν πάλι σε ταχεία ανύψωση.
Μετά τις πρώτες επιθέσεις, άρχισε η ρίψη αλεξιπτωτιστών στο νοτιοανατολικό τμήμα του θυλάκου Λευκωσίας-Κιόνελι, κοντά στο χωριό Χαμίτ Μάνδρες. Στο βόρειο άκρο, προς την Αγύρτα, είχε ήδη ξεκινήσει η μεταφορά δι' ελικοπτέρων των Τούρκων καταδρομέων. Τα τουρκικά μεταγωγικά αεροσκάφη C-47 πετούσαν σε χαμηλό ύψος και με μικρή ταχύτητα, αποτελώντας ελκυστικούς και ευάλωτους στόχους. Το ΓΕΕΦ ζήτησε από την Αθήνα «αποδέσμευσιν των πυροβόλων διά να κτυπηθούν οι αλεξιπτωτισταί».
Από την Αθήνα δόθηκε μία απάντηση πρωτάκουστη στα παγκόσμια στρατιωτικά χρονικά: «Αυτοσυγκράτησις». Ενώ οι αδιάλειπτες αεροπορικές προσβολές μείωναν ακόμα περισσότερο την αποδιαρθρωμένη από το πραξικόπημα Εθνική Φρουρά, ενώ ο κεντρικός τουρκοκυπριακός θύλακος ενισχυόταν με δυνάμεις αλεξιπτωτιστών και καταδρομέων, η αποβατική νηοπομπή προσήγγισε πλέον το χώρο απόβασης...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου